Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Σύμφωνο πολιτικής επιβίωσης

Η νομοθεσία για το σύμφωνο συμβίωσης, που κατοχυρώνει σχετικό δικαίωμα – συμφώνου – και σε ομόφυλα ζεύγη, υπακούει σε πολιτική πίεση των οργανωτικών και οργανωμένων πολιτικά ομοφυλόφιλων. Διεκδίκησαν και πήραν το σύμφωνο συμβίωσης, το οποίο, στην ουσία, είναι σύμφωνο για την πολιτική τους επιβίωση, των ομοφυλόφιλων ταγών τού υπό διαμόρφωση πολιτικού κινήματος. Οι Έλληνες ομοφυλόφιλοι, φυσικά, αξιοποίησαν τη σχετική πολιτική «πρόοδο», που έχει συντελεστεί κυρίως σε χώρες της Βόρειας Ευρώπης και στην Αμερική. Εξ ου και οι αρκετές καταγγελίες της Ελλάδας για μη αναγνώριση των ανθρώπινων δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων. Των πολιτικών δικαιωμάτων, εννοούν, αλλά δεν το λένε. 
Ούτως ή άλλως, βέβαια, σε όλες τις περιπτώσεις που γίνεται λόγος για ανθρώπινα δικαιώματα, πολιτικά δικαιώματα διακυβεύονται. Η ρητορική για τα ανθρώπινα δικαιώματα βρίθει ενός συναισθηματισμού παραπλανητικού, που συνοψίζεται στο «είναι κι αυτοί – οι όποιοι – άνθρωποι.» Άνθρωποι είναι οι ομοφυλόφιλοι, δεν υπάρχει αμφιβολία. Δεν γίνεται λόγος, όμως, για το τι τους κάνει τους ανθρώπους που είναι, αλλά για τη διαφορά που δεν θέλουν να έχουν από τους μη ομοφυλόφιλους. Κι όμως. Αν για κάποιο λόγο διεκδικούν δικαιώματα, είναι εξαιτίας αυτής τους της διαφοράς. Εδώ βρίσκεται το πολιτικό κόλπο: "θέλω ότι έχει και ο άλλος επειδή είμαι διαφορετικός αλλά δεν θέλω αυτή τη διαφορά μου να την τονίζετε ως διαφορά." Πρόκειται για μια διαφορά που τη χρησιμοποιούν μέχρι να πάρουν αυτό που θέλουν. Όταν το πάρουν, διεκδικούν την πλήρη εξομοίωσή τους με τους άλλους…
Τους άκουσα απόψε στην Επιτροπή της Βουλής που συζητεί αυτό και άλλα θέματα του νόμου που εμπλουτίζεται συνεχώς. Στο πλαίσιο του εμπλουτισμού του νόμου, οι πολιτικά προβεβλημένοι εκπρόσωποι των ομοφυλοφίλων διεκδικούν περαιτέρω α) τον αποχαρακτηρισμό της σεξουαλικής τους πράξης ως παρά φύση ασέλγειας, β) την άρση των ορίων ηλικίας για την επιτέλεση, σαν να ήταν φυσιολογική, της σεξουαλικής τους πράξης, και γ) την αναγνώριση του δικαιώματος στην υιοθεσία παιδιών.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, ο σχετικός αποχαρακτηρισμός αναδεικνύει την πράξη ως φυσιολογική, παρόλο που δεν είναι όπως η άλλη των ετεροφυλόφιλων ζευγαριών. Έχουμε, έτσι, σύμφωνα μ’ εκείνους, δύο είδη ανθρώπινης ερωτικής συνεύρεσης, φυσιολογικά και τα δύο, αν και διαφορετικά. Στο πλαίσιο της δεύτερης διεκδίκησης, το ζητούμενο είναι να αρθεί το αδίκημα της ασέλγειας όταν οι συμμέτοχοι στην ομοφυλόφιλη πράξη είναι και οι δύο ανήλικοι ή ο ένας ενήλικος και ο άλλος ανήλικος. Με το ίδιο σκεπτικό, για παράδειγμα, που θα μπορούσαν να έλθουν σε συναινετική ερωτική επαφή δύο έφηβοι εκπρόσωποι των δύο φύλων, χωρίς αυτό να αποτελεί αδίκημα.
Η πρώτη διεκδίκηση, φυσικά, συνδέεται άρρηκτα με τη δεύτερη. Η δεύτερη απορρέει και δικαιολογείται από το σκεπτικό της πρώτης. Η δεύτερη, όμως, είναι πρακτικά σημαντική. Είναι προφανής, εν προκειμένω, η πολιτική διάσταση των διεκδικήσεων. Ένα τέτοιο κίνημα, για να είναι πολιτικά βιώσιμο, πρέπει να έχει υπολογίσιμο αριθμό κινηματιών, και μάλιστα μια ανανεώσιμη δεξαμενή καινούριων εκπροσώπων. Όσοι νέοι, λοιπόν, θα ανακαλύπτουν, δήθεν, την ομοφυλόφιλη φύση τους, μυημένοι κατά κανόνα από μεγαλύτερούς τους ανηλίκους ή από κανονικούς ενηλίκους, θα εντάσσονται αυτόματα σε μια κοινότητα με πολιτική επιφάνεια και δύναμη, και θα αποτελούν το καινούργιο αίμα του κινήματος.
Την ίδια πολιτική σκοπιμότητα εξυπηρετεί και η τρίτη διεκδίκηση: του δικαιώματος των ομοφυλοφίλων στην υιοθεσία. Τα παιδιά που θα μεγαλώνουν με ομοφυλόφιλους γονείς, θα είναι, φαντάζονται οι πολιτικοί τους ταγοί, προασπιστές των ανθρώπινων, δηλαδή πολιτικών δικαιωμάτων των γονιών τους. Έτσι η πολιτική τους δύναμη θα αυξάνει, και μαζί το αίσθημα ασφάλειας που αλλιώς τους λείπει.
Η πολιτική δύναμη, είναι αλήθεια, θεραπεύει κάπως το αίσθημα ανασφάλειας όσων τη διεκδικούν εξαιτίας του. Η ανασφάλεια και των ομοφυλόφιλων δεν είναι αποτέλεσμα του δήθεν κοινωνικού στιγματισμού της διαφορετικότητάς τους. Είναι μία από τις αιτίες γι’ αυτή τους τη διαφορά. Η ίδια η ομοφυλοφιλία τους δεν θεραπεύει την ανασφάλειά τους. Η αναγωγή της ομοφυλοφιλίας, όμως, σε πολιτική ταυτότητα, για εκείνους που τη διαφημίζουν και την προβάλλουν, είναι ελπιδοφόρα προοπτική, για να απαλλαγούν από την ανασφάλεια.
Κατά τα άλλα, το πλατύ κοινωνικό σώμα των ετεροφυλόφιλων στην Ελλάδα δεν ασχολείται ιδιαίτερα με τις σεξουαλικές προτιμήσεις των ομοφυλόφιλων. Δεν τις καταλαβαίνει και δεν έχει λόγο να τις σκέφτεται. Το ίδιο κάνουν και οι ομοφυλόφιλοι για τους ετεροφυλόφιλους. Αδιαφορούν. Δεν ασχολούνται μαζί τους. Ούτε ενοχλούνται οι ετεροφυλόφιλοι που υπάρχουν οι ομοφυλόφιλοι. Ούτε έχουν πρόθεση να τους στερήσουν τα ανθρώπινα, δηλαδή πολιτικά τους δικαιώματα.
Με την τροπή που παίρνουν τα πράγματα, όμως, της πολιτικής διεκδίκησης, οι επικεφαλής του κινήματος δημιουργούν εστίες αντιπαράθεσης. Έτσι, φυσικά, ενισχύουν την πολιτική τους θέση. Τον στιγματισμό, όμως, θα τον υποστούν οι ανώνυμοι ομοφυλόφιλοι, εξαιτίας της πολιτικοποίησης του σεξουαλικού τους προσανατολισμού. Θα συμβεί, ακριβώς, ό,τι συνέβη με τον «ένδοξο» συνδικαλισμό στην Ελλάδα στο τέλος της δεκαετίας του ’80, που «κατάφερε» να κλείσει πλήθος εργοστασίων, και να μείνουν άνεργοι χιλιάδες άνθρωποι.
Έτσι, λοιπόν, αυτό που τονίζουν οι ομοφυλόφιλοι είναι η διαφορά τους, την οποία διεκδικούν ως ταυτότητα, είπαμε, για να μη … διαφέρουν. Γίνονται «αυτοί» εναντίον των άλλων, ενώ θα μπορούσαν να είναι αυτοί και όλοι οι άλλοι, μαζί τους, ή ανάμεσα στους άλλους. Αυτό είναι πολιτική τους επιλογή, συγκρουσιακή, όπως κάθε πολιτική επιλογή. Δεν έχει σχέση με συναισθήματα, με ανθρώπινες σχέσεις που τις κατοχυρώνουν τα συναισθήματα. Κανένα σύμφωνο συμβίωσης, καθεαυτό, δεν διασφαλίζει οποιαδήποτε σχέση που στερείται τα συναισθήματα που κάνουν τους ανθρώπους να θέλουν να ζουν μαζί, ετεροφυλόφιλους ή ομοφυλόφιλους. Αυτό το ξέρουν όλοι. Και οι περισσότεροι ομοφυλόφιλοι, φυσικά, που δεν θα τους δούμε ποτέ στο πεζοδρόμιο των πολιτικών διεκδικήσεων ή στα συμβολαιογραφικά γραφεία  να υπογράφουν σύμφωνα…

                                       

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Ψυχρός πόλεμος


 
Το Ισλαμικό Κράτος έχει τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά ενός κράτους: περιοχές που ελέγχει, νόμους που επιβάλλει, πλουτοπαραγωγικές πηγές που εκμεταλλεύεται, διεθνείς εμπορικές σχέσεις, στρατιωτικά μέσα. Δυνητικά, μάλιστα, έχει πολίτες έτοιμους να το υπερασπιστούν σε όλο τον Δυτικό κόσμο. Αυτό κάνει το Ισλαμικό Κράτος ισχυρότερο από τα κράτη της Δύσης, που το καθένα αρκείται στους πολίτες του για να υπάρχει.
Το Ισλαμικό Κράτος ασκεί την επεκτατική πολιτική των Ρωμαίων, του Ναπολέοντα, του Χίτλερ. Διεκδικεί ζωτικό χώρο στη Μέση Ανατολή αλλά και όπου εξαπλώνονται οι κατά φαντασία υπήκοοί του. Η Δύση, με προεξάρχουσες την Αμερική και τη Γαλλία έχουν αποδυθεί σε έναν ταυτόχρονα επιθετικό και αμυντικό πόλεμο για την καταστροφή, όπως λένε, του Ισλαμικού Κράτους. Πλήττουν, λοιπόν, στρατιωτικούς στόχους και μονάδες παραγωγής πετρελαίου που ελέγχει το Ισλαμικό Κράτος.
Ένας πόλεμος, όμως, κερδίζεται όταν ο αντίπαλος χάνει ανθρώπινες ζωές. Οι απώλειες σε ανθρώπινο υλικό, όπου είναι περισσότερες, καθορίζουν την έκβαση του πολέμου. Προς το παρόν ο πόλεμος εναντίον του Ι.Κ. δεν έχει πάρει αυτή τη διάσταση. Δεν περιέχουν τα πολεμικά ανακοινωθέντα στοιχεία για τέτοια πλήγματα, με εξαίρεση διάσημους εκτελεστές, που επιλεκτικά στοχοποιούνται και δολοφονούνται. Είναι λίγοι αυτοί, όμως. Αναρωτιέται κανείς, επομένως: τι πόλεμος είναι αυτός;
Δεν πρόκειται για πόλεμο. Δεν έχουν λόγο να πολεμήσουν η Αμερική, η Γαλλία και η Γερμανία στη Μέση Ανατολή, κι ας λένε ότι χτυπούν για να καταστρέψουν. Δεν το κάνουν καν για να κατοχυρώσουν ζώνες επιρροής σε μια περιοχή διάσημη για το πετρέλαιό της. Υπάρχουν και άλλοι τρόποι, σήμερα, για ν’ αποκτήσουν πρόσβαση. Δεν χρειαζόταν ο πόλεμος. Η Δύση έσπευσε να επισκεφθεί με βομβαρδιστικά τη Μέση Ανατολή επειδή αποφάσισε να επεκταθεί η Ρωσία.
Γι’ αυτό το ΝΑΤΟ, μέσω της Τουρκίας, έστειλε το μήνυμα που εστάλη στη Ρωσία με την κατάρριψη του βομβαρδιστικού της. Γι’ αυτό τα αντίποινα της Ρωσίας: μήνυμα στο ΝΑΤΟ μέσω της Τουρκίας. Το Ι.Κ. είναι πρόφαση. Η Δύση γνωρίζει ότι οι διαστάσεις που πήρε δεν καταστρέφονται. Κάποια στιγμή θα διαπραγματευτούν μαζί του, τα κράτη της Δύσης, όπως κάνουν με όλα τα κράτη. Οι εκατόμβες των αθώων θυμάτων θα συμβάλουν στις διαπραγματεύσεις αναδρομικά, ή προηγούνται, για να οδηγήσουν στη διαπραγμάτευση.
Με τη Ρωσία, όμως, δεν υπάρχει περιθώριο διαπραγμάτευσης. Η Ρωσία, σαν έτοιμη από καιρό, δεν θέτει τη βούλησή της υπό συζήτηση. Η Δύση την πίεσε πολύ στα σύνορά της. Αντέδρασε την κρίσιμη στιγμή επεκτείνοντάς τα στη Μαύρη Θάλασσα, και ακολουθεί το φυσικό μονοπάτι του νερού προς τα κάτω. Η Ρωσία θα εγκατασταθεί στη φιλόξενη Μεσόγειο, γιατί έτσι θα απειλεί τα συμφέροντα της Δύσης στη Μέση Ανατολή, και θα κινδυνεύουν λιγότερο τα δικά της στο έδαφός της. Η Τουρκία, είναι λογικό, θα απορροφά όλη την ένταση του ρωσικού στρατηγικού επεκτατισμού ως ο ετοιμοπόλεμος εκπρόσωπος του ΝΑΤΟ στην περιοχή.
Η εύνοια που έδειξε η Τουρκία στο Ι.Κ. εκπορεύεται από το ίδιο το ΝΑΤΟ. Γι’ αυτό δεν θα δούμε καταστροφικά χτυπήματα εναντίον του από τη Δύση. Άλλωστε, το ΝΑΤΟ χρειάζεται καλούς και δολοφονικούς συμμάχους στην περιοχή, στρατιώτες των χαρακωμάτων, έτοιμους να προασπίσουν τα εδάφη που δεν θέλουν οι δυτικοί να περάσουν στον έλεγχο των Ρώσων. Γι’ αυτό δεν υπάρχουν απώλειες σε ανθρώπινες ζωές στον «πόλεμο» της Δύσης εναντίον του Ι.Κ. Όσοι τώρα εμφανίζονται ως βδελυροί αντίπαλοι, είναι σύμμαχοι του χθες και του αύριο. Ο πραγματικός αντίπαλος της Δύσης ήταν, είναι και θα είναι η ρωσική ευθιξία. Ο σημερινός Πρόεδρος της Ρωσίας, ο Β. Πούτιν, την προσωποποιεί ιδανικά.
Οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, επομένως, δεν θα εξαρτηθούν από τον «πόλεμο» της Δύσης εναντίον του Ισλαμικού Κράτους. Θα εξαρτηθούν από τον ψυχρό πόλεμο Ρωσίας και Δύσης. Οι Ρώσοι βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνάμε, είναι συνηθισμένοι στο κρύο…    

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

Ν.Δ.: το έπος της διάλυσης



Τι απέμεινε αναρωτιούνται, δικοί της και αντίπαλοι,  από τη Νέα Δημοκρατία; Αυτό που υπήρχε, υποστηρίζω· δεν άλλαξε κάτι. Με το φιάσκο των εκλογών τους, απλώς, επιβεβαιώθηκε η παντελής έλλειψη εσωτερικής συνοχής και οργανωτικής συγκρότησης του κόμματος, ελλείψει του «μεγάλου αρχηγού». Ανέκαθεν η Ν.Δ. ήταν η οργανωμένη κομματική έκφραση της πολιτικής  προσωπολατρίας  στην ελληνική κοινωνική ζωή. Οι ιστορικοί «χαρισματικοί» της ηγέτες, τα απολιθώματα σκοτεινών περιόδων της ελληνικής ιστορίας, επανέκαμψαν μετά την επταετία των φαντασμάτων ως «φρέσκοι» εκπρόσωποι του πολιτικού πολιτισμού στην Ελλάδα.
Ο ελληνικός λαός, ο πολιτικά απολίτιστος με ευθύνη των ίδιων αυτών προσώπων από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά, ψήφιζε στα πρόσωπά τους, από το ’74 , θολές αναμνήσεις από εποχές που ο Καραμανλής, ο Ράλλης και ο Μητσοτάκης ήταν φωτογραφίες με πλαίσιο σε εφημερίδες που οι περισσότεροι Έλληνες δεν ήξεραν να διαβάσουν. Υπερφίαλοι στον πυρήνα τους, αλλά με την εμφάνιση του συνετού, ηγετίσκοι, μαριονέττες στα χέρια των ξένων ταγών του ελληνικού έθνους προ Χούντας, αναβαθμίστηκαν σε εθνικούς διασώστες της Μεταπολίτευσης, «καθαροί» από την καπνιά εποχών που οι Έλληνες καίγονταν όπως το κάρβουνο στα τραίνα της δεκαετίας του ‘40, του ‘50.
Ο τελευταίος, εξ αντανακλάσεως λόγω καταγωγής, τέτοιος ηγέτης της Ν.Δ., ήταν ο Κ. Καραμανλής, ο ανιψιός. Αυτός, αποδείχθηκε, ήταν η τελευταία μαγική εικόνα της ελληνικής πολιτικής ζωής και ιστορίας. Άνθρωπος επιλεκτικά οικείος, όπως ο θείος του, κατά τα άλλα παθολογικά αδιάφορος, όπως ο θείος του, κυβέρνησε χωρίς να το καταλάβει, δυνάμει ενός κομματικού και ευνοιοκρατικού μηχανισμού που λειτουργεί όταν η Ν.Δ. έχει κεφαλή, έστω και ανδρείκελου. Όταν ο έτερος εξ αντανακλάσεως οικογενειακής «ηγέτης», του διαγγέλματος του Καστελόριζου, στέρησε από τη δεξιά την εξουσία, ο Κ. Καραμανλής, ως μαγική εικόνα, άλλαξε αμέσως όψη. Πήρε τη μορφή με την οποία αισθανόταν καλά, του ανθρώπου που κληρονόμησε τον κόσμο των σκιών της δεξιάς, και πέρασε και ο ίδιος σε αυτόν τον κόσμο: ο σκιώδης πρωθυπουργός μιας δυναστείας δημοσιογράφων ιεροκηρύκων και καλόγερων επιχειρηματιών...
Το αρχηγικό χρίσμα στον Α. Σαμαρά, στη συνέχεια, ήταν ο προάγγελος της κατάρρευσης του δεξιού οικοδομήματος, στο οποίο ο Σαμαράς είχε βάλει τους δυναμίτες ως υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Μητσοτάκη, είκοσι χρόνια πριν. Ο εφιάλτης της οικογένειας Μητσοτάκη είχε επιστρέψει, και το φυτίλι στους δυναμίτες είχε ανάψει ο Κ. Καραμανλής, σαν να μην ήθελε πίσω του, μετά την αποχώρηση και τη συνταξιοδότησή του, να μείνει τίποτα από το κόμμα του θείου του, το οποίο μαγάρισαν τα χέρια του Κρητικού αντιπάλου του από τη δεκαετία του ’60, του μεγάλου Αποστάτη.  
Ο Α. Σαμαράς, αποχωρώντας κι αυτός, έδωσε το χρίσμα  στον Ε. Μεϊμαράκη, για να καεί το φυτίλι πολύ γρήγορα… Έτσι και κάηκε! Με την ανάδειξη του Μεϊμαράκη ως μεταβατικού Προέδρου, ο Α. Σαμαράς ήξερε ότι θα έκαιγε το τελευταίο χαρτί μιας υποφερτής αρχηγίας στη Ν.Δ., που θα εξέφραζε το σύνδρομο της αρχηγοπληξίας των οπαδών της. Θα προκαλούσε, όπως έγινε, ρήξη στον αδελφικό δεσμό των παιδιών του Μητσοτάκη, της Ντόρας και του Κυριάκου, αφού η Ντόρα, χωρίς κομματικά ερείσματα για να αναδειχθεί αρχηγός, θα προσπαθούσε να στηρίξει τον Ε. Μεϊμαράκη, και ο Κυριάκος, που δεν είχε ελπίδα με τον Μεϊμαράκη αρχηγό, αφού τον είχε προσεταιριστεί η αδελφή του, θα επεδίωκε να γίνει ο ίδιος αρχηγός, εκμεταλλευόμενος τις αντίπαλες του Μεϊμαράκη δυνάμεις μέσα στο κόμμα.
Παράλληλα, όμως, ο Σαμαράς ενεθάρρυνε υπόγεια την υποψηφιότητα του Α. Γεωργιάδη, στον οποίο ο ίδιος είχε ανοίξει τα άδυτα της Ν.Δ., και τον είχε εγκαταστήσει στο κόμμα με αξιώματα πρωτοφανή για τον άνθρωπο και το θυμικό του. Επειδή αν το έκανε μόνο γι’ αυτόν θα κινούσε υποψίες, μαζί του «βολεύτηκε» και ο Βορίδης, του οποίου τεχνηέντως ο Γεωργιάδης εμφανιζόταν ως σκιά, αφού, στο τέλος, ο Γεωργιάδης θα επωφελούνταν του μηχανισμού Σαμαρά και των Σαμαρικών υπογραφών για το χρίσμα. Συμβολικά, επίσης, ο τότε πρωθυπουργός Σαμαράς είχε κάνει κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο τον Γεωργιάδη, όπως και τον Κ. Μητσοτάκη, σαν να προδιέγραφε τις εξελίξεις που θα έρχονταν σύντομα…
Ο Α. Τζιτζικώστας, τέλος, ήταν ο πολιορκητικός κριός της αντεπίθεσης του βαθέως κράτους της παρασκηνιακής δεξιάς, που έκανε την ύστατη προσπάθεια να εξουδετερώσει τις μεθοδεύσεις Σαμαρά. Στην ουσία, ο Τζιτζικώστας εκπροσωπεί τη δυναστεία των γαλάζιων φρουρών του Κ. Καραμανλή, του θείου, ο οποίος σε οικογένειες Τζιτζικώστα στηρίχθηκε στο εσωτερικό για να διέρχεται χωρίς να απειλείται η ηγεσία του από δελφίνους. Και αυτή όμως η υποψηφιότητα, του Α. Τζιτζικώστα, δεν ενόχλησε τον Α. Σαμαρά, ο οποίος, ήδη ως απών από την προεκλογική εκστρατεία του δημοψηφίστατος του Ιουλίου, είχε ηχηρά προαναγγείλει τον καταλυτικό και ύστατο ρόλο του στην κακή μοίρα της Ν.Δ..
Το μείγμα των τεσσάρων υποψηφιοτήτων, όπως αριστοτεχνικά τις μεθόδευσε ο Σαμαράς, ήταν, όπως αποδείχθηκε, εκρηκτικό. Τα κομμάτια του κόμματος, όπως το κομμάτιασε ο πρώην πρωθυπουργός, δεν θα ενωθούν, επειδή ποτέ δεν ήταν ενωμένα. Ο αρχηγός που θα προκύψει κάποια στιγμή, όποιος κι αν είναι, θα έχει επιβιώσει από έναν αιματηρό κομματικό εμφύλιο. Τότε η Ν.Δ. θα γίνει πάλι το αρχηγικό κόμμα που έχουμε συνηθίσει, έτοιμο να προωθήσει τον αρχηγό της στην πρωθυπουργία. Το κόμμα τότε, όμως, θα είναι μικρό, σκιά του εαυτού του, αφού εν τω μεταξύ άλλοι θα εκπροσωπήσουν τους νέους, κυρίως, δυνητικούς ψηφοφόρους του.
Η Δεξιά στην Ελλάδα δεν θα είναι ποτέ πια η ίδια. Η Ν.Δ. δεν θα ξαναγίνει το κόμμα μιας μάζας «φιλήσυχων» νοικοκυραίων ψηφοφόρων, εύπιστων χειροκροτητών των ηγετών της παράταξης. Οι μελλοντικές ηγεσίες της Ν.Δ. θα φαίνονται αυτό που θα είναι: φαιδρά προσχήματα για θρασέα εγχειρήματα κατάληψης της εξουσίας! Οι πρώην φιλήσυχοι ψηφοφόροι της Ν.Δ., οι μη επωφελούμενοι από τον κομματικό μηχανισμό, θα γίνουν, με τα καμώματα των ύποπτων δελφίνων, φιλύποπτοι πολίτες, και η Ν.Δ. θα γίνει κόμμα που θα πρέπει να πείσει για τις προθέσεις του. Η διαδικασία αυτή θα πάρει καιρό για το κόμμα και θα γίνει ευκαιρία για τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α.: να κάνει τη διαφορά σε μια Ελλάδα που δεν μπορεί να περιμένει τη Ν.Δ. να «φιλοτεχνήσει» την καινούρια της ταυτότητα!  

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

Τα δεσμά της οικονομίας


            Την περίοδο αυτή ασκείται κριτική στην κυβέρνηση απ’ όλο το πολιτικό φάσμα, στα δεξιά και τ’ αριστερά της. Το υπόλοιπο της Αριστεράς και το δεξιόστροφο Κέντρο κρίνει την κυβερνητική πολιτική επειδή δεν είναι αρκετά αριστερή. Η Δεξιά, στην τετραπλή της εκδοχή των διεκδικητών της αρχηγίας της Ν.Δ., κατακρίνει τη διακυβέρνηση του Α. Τσίπρα επειδή δεν είναι αρκετά δεξιά.  Παραδόξως, όλοι οι επιδέξιοι κριτές ασκούν την ίδια κριτική: για την οικονομική πολιτική. Όλοι κόπτονται για τους επικείμενους – όσους – πλειστηριασμούς υποθηκευμένων ακινήτων, για τη φορολογία στο κρασί, για τις μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό σύστημα.
            Επίδοξοι προστάτες, όλοι, των ανέργων, των συνταξιούχων, των δανειοληπτών, των εργαζομένων, των αδύναμων και των κατατρεγμένων, συνασπίζονται σ’ ένα κόμμα, παρόλες τις θρυλούμενες διαφορές και τις διαμετρικά συγκρουσιακές ιδεολογίες τους. Αυτό το ένα κόμμα της αντιπολίτευσης στοιχηματίζει τα πάντα στο λαϊκισμό για την οικονομία. Όλοι ξέρουν, όμως, ότι χωρίς χρήματα οικονομία δεν υπάρχει. Όλοι από το πιο κοντινό χρηματοκιβώτιο θα ξεκινούσαν για να κυβερνήσουν, δηλαδή της Ευρώπης. Ο συνδυασμός για να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο αυτό, το ξέρουν, είναι των πρώτων γραμμάτων των λέξεων: Φόροι, Ασφαλιστικό, Κόκκινα δάνεια…
            Ο ακουστικός συνειρμός με το γνωστό, γεμάτο συνειρμούς αγγλικό ρήμα, δεν είναι τυχαίος.  Όλοι (Ν.Δ., ΠΑ.ΣΟ.Κ.) γνώριζαν τον συνδυασμό όταν βρίσκονταν στην εξουσία. Όταν την έχασαν έγιναν σεμνότυφοι, ηθικολόγοι. Αποποιούνται κάθε σχέση με το παρελθόν τους των προωθητών του ελληνικού σώματος στις αγορές δανείων της Ευρώπης. Εξ ου και η μετά υποκριτικής βδελυγμίας αλλεργική αντίδραση, των τεσσάρων μονομάχων για την καρδιά της δεξιάς παρθένας, για μελλοντική συνεργασία με την κυβέρνηση.
            Δεν έχει νόημα, βέβαια, να τονίζουμε τι ξέρουν - και το κρύβουν - οι «φερέλπιδες» πολιτικοί του τάγματος της παρθενίας της αντιπολίτευσης. Σημασία έχει οι πολίτες να καταλαβαίνουν ότι πολιτική χωρίς οικονομία δεν υπάρχει, οποιαδήποτε πολιτική. Η τωρινή κυβερνητική πολιτική χρειάζεται την επίφαση της οικονομικής επάρκειας, έστω και των δανεικών χρημάτων. Το επιφαινόμενο της – δανεικής - ευρωστίας, όπως και η αναπόφευκτη λαϊκή ανοχή στα ημίσκληρα, τελικά, μέτρα, οδήγησε στην πέρα από κάθε προσδοκία της κυβέρνησης ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
            Μέτρα, επομένως, τα ίδια ή παρόμοια, θα έπαιρνε οποιαδήποτε κυβέρνηση. Οι προηγούμενες πήραν χειρότερα. Η κυβέρνηση του Α. Τσίπρα κληρονόμησε την ύφεση από τα μέτρα των προηγούμενων κυβερνήσεων, και, παρόλα τα δικά της, υπόσχεται μηδενική ύφεση για τον επόμενο χρόνο. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα ισχνά οικονομικά των Ελλήνων θα απογειωθούν. Ο καθένας και η καθεμιά θα πρέπει να ξανασκεφτεί πώς θα εξασφαλίσει πόρους ζωής αρκετούς για να επιβιώσει ή, αν θέλει και μπορεί, να πλουτίσει. Η οικονομία, και με τη διακυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α., θα παραμείνει φιλελεύθερη. Κανένας, ακόμα και σκληροπυρηνικοί κομμουνιστές, δεν θα άντεχαν κάτι διαφορετικό.
            Εύλογα, βεβαίως, οι ψηφοφόροι της κυβέρνησης, αλλά και άλλοι, περιμένουν περισσότερο και καλύτερο κράτος από τον Α. Τσίπρα. Αυτό έχει ανάγκη σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης της διαφθοράς κάθε λαός, και ο δικός μας. Τα πρώτα δείγματα είναι θετικά, και της προηγούμενης και της τωρινής διακυβέρνησης του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.. Έτσι θα διαφοροποιηθεί η πολιτική της κυβέρνησης της Αριστεράς από τις προηγούμενες της σοσιαλιστικής δεξιάς και της δεξιάς καθεαυτήν. Κατά τα άλλα, σε συνθήκες μιας οικονομίας που, προς το παρόν, συνηθίσαμε να είναι ελεύθερη, θα παραμένουμε οι περισσότεροι δέσμιοι. Για τα δεσμά μας αυτά δεν είναι υπεύθυνος ο Α. Τσίπρας, ούτε εξουσιοδοτημένος να τα σπάσει, γιατί τότε θα του καταλόγιζαν κάτι χειρότερο από την οικονομική δυσπραγία: τη στέρηση της «φυσικής» μας ελευθερίας!

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Μνήμες Νοεμβρίου...


Ο ελληνικός Νοέμβριος, μετά το 1973, όπως ο Γαλλικός Μάης, μετά το 1968, θυμίζουν επανάσταση…
Οι πολίτες στην Ελλάδα, το 1973, έβλεπαν να ξεδιπλώνεται το σχέδιο της Χούντας για τη νομιμοποίησή της. Έγινε το δημοψήφισμα της 29ης Ιουλίου για τη μετατροπή του Συντάγματος σε Προεδρική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και, λίγο πριν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, είχε σχηματιστεί κυβέρνηση - παρωδία υπό τον Σπύρο Μαρκεζίνη, η οποία έπεσε μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Για τα γεγονότα των ημερών εκείνων, του Νοεμβρίου, τώρα πια γνωρίζουμε πολλά. Η αντίδραση των φοιτητών, κυρίως, δεν ήταν οργανωμένη. Η επίσημη αριστερά, φερειπείν, δεν είχε κάνει οποιοδήποτε σχεδιασμό και επουδενί είχε τον έλεγχο. Ως επί το πλείστον, η ένταση της αντίδρασης τροφοδοτούνταν από τον αυθορμητισμό στην αρχή των φοιτητών, και μετέπειτα και άλλων, που προσέτρεχαν για συμπαράσταση, στο Πολυτεχνείο. Τα αντανακλαστικά της κοινωνίας, ούτως ή άλλως, ήταν τεταμένα.
Τα έκτροπα, στις 17 Νοεμβρίου, πήραν έκταση που κανένας δεν μπορούσε να προϋπολογίσει. Δεν αναφέρομαι, φυσικά, στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, αλλά στον “ζήλο” των δυνάμεων καταστολής, της αστυνομίας στην αρχή και του στρατού ακολούθως. Για τις εν ψυχρώ δολοφονίες της νύχτας εκείνης δεν έγινε κατορθωτό να αποδοθούν ευθείες ευθύνες - δεν έχουμε τα στοιχεία - σε επικεφαλής των εν λόγω επιχειρήσεων ή σ’ εκείνους που είχαν το γενικό πρόσταγμα. Μπορούμε όμως, οπωσδήποτε, να καταλογίσουμε τα εγκλήματα σε αφιονισμένους εκτελεστές, αστυνομικούς και στρατιωτικούς, οι οποίοι, στο πλαίσιο της καταχρηστικής νομής της εξουσίας, ενσάρκωναν την αστυνομοκρατική βαρβαρότητα. Η φυσική εξόντωση των αντιφρονούντων ήταν, για τους “τηρητές της τάξης”, το εύλογο, αποτρόπαιο “καθήκον” τους. Για να διεκπεραιωθεί, προϋποτίθετο ο εκβαρβαρισμός του ήθους των νομιμοποιημένων δολοφόνων.
Ο αγώνας του Πολυτεχνείου ήταν ανοργάνωτος, σπασμωδικός, οι αγωνιστές ανυπεράσπιστα πρόβατα επί σφαγή, οι μαζικές αντιδράσεις άλλοθι για τη συκοφάντηση μιας αυθόρμητης επανάστασης και για τη σκλήρυνση των πρακτικών του καθεστώτος απέναντι στον λαό. Μάλιστα, αν δεν συνέβαιναν τα γεγονότα της Κύπρου, το Πολυτεχνείο δεν θα έριχνε τη Χούντα. Θα την εδραίωνε! Οι νεκροί, αφανείς και γνωστοί, δεν θα ήταν αυτό που έγιναν επειδή συνέπεσε το τέλος της δικτατορίας να είναι κοντά, εξαιτίας της Κύπρου, αλλά θα έμπαιναν στον αχανή κατάλογο, τον τυλιγμένο από την ομίχλη της ιστορικής λήθης, των θυμάτων των αυταρχικών, εγκληματικών καθεστώτων της ελληνικής και παγκόσμιας ιστορίας.
Επειδή οι συμπεριφορές, οι καταχρηστικές, των κέρβερων της απολυταρχικής εξουσίας δεν περιορίζονται σε χουντικά καθεστώτα, επιμένω αρκετά. Επειδή, επίσης, την ίδια νοοτροπία ενστερνίζονται και παρακρατικές, ακροδεξιών αποκλίσεων εξτρεμιστικές ομάδες, που ανέκαθεν υπήρχαν και, όπως ξέρουμε, ενισχύονται σήμερα, οφείλουμε να είμαστε σε θεωρητική και πολιτική επιφυλακή. Υπό το πρίσμα μιας περιεσκεμμένης αντίληψης για την κοινωνική αλλαγή και την πρόοδο, οφείλουμε να καταγγέλλουμε τις ακροδεξιές απομιμήσεις των επαναστατικών πρακτικών. Οι χουντικοί, άλλωστε, ονόμαζαν την στρατιωτική τους κατάληψη της εξουσίας “Επανάσταση”.
Σήμερα στην Ευρώπη, που γίνεται πάλι συντηρητική, προοιωνιζόμαστε τον κίνδυνο της εγκατάστασης στην εξουσία ημιχουντικών «δημοκρατών». Το αίμα που χύθηκε άφθονο τη νύχτα του Πολυτεχνείου, όχι μέσα στο Πολυτεχνείο αλλά πέριξ και στους δρόμους των Αθηνών, όχι μόνο των επαναστατημένων πολιτών αλλά, κυρίως, των ανυποψίαστων περαστικών ή εκείνων που οι σφαίρες τους βρήκαν μέσα στο σπίτι τους, δεν μας επιτρέπει να αντιμετωπίζουμε τις επετείους αυτές ως απολιθωμένες ιστορικές πραγματικότητες, ενός ανεπίστρεπτου παρελθόντος, ως μνήμες καθησυχαστικές αγώνων που έγιναν και, δήθεν, δικαιώθηκαν.
Καθεστώτα όπως η Χούντα των συνταγματαρχών, άλλωστε, βρίσκουν, προϊόντος του χρόνου, ισχυρά ερείσματα στον λαό. Μπορούν ακόμα και πλειοψηφικά να γίνουν, αν εθιστεί η συνείδηση του κόσμου στην υποταγή στα κελεύσματα της πειστικής παράνοιας ασύδοτων εξουσιομανών. Η Γερμανία του Χίτλερ είναι πρόσφορο, δυστυχώς, παράδειγμα. Η κοινωνική αλλαγή και η ελευθερία, που είναι τόσο εύκολο να τις φανταζόμαστε, να τις οραματιζόμαστε, να τις προπαγανδίζουμε, δύσκολα κατακτιούνται στην πράξη, και, σε κάθε περίπτωση, όχι με ασυνάρτητες, ασύνειδες ή, χειρότερα, τυφλά καταστροφικές δράσεις. Είναι θνησιγενείς τέτοιες επαναστάσεις, εύκολα φυλλοροούν. Προσφέρουν άλλοθι στη βία της κρατικής καταστολής, οποιασδήποτε απόχρωσης, και είναι ευάλωτες σε προβοκάτσιες και προδοσίες. Τα γράμματα της Ρόζας Λούξεμπουργκ από τη φυλακή, και ό,τι ακολούθησε την αποφυλάκισή της, η επιβεβαίωση των διαπιστώσεών της, στέκονται, δυστυχώς, αδιάψευστος μάρτυς. 
Ο επαναστατικός μύλος, απέδειξε η ιστορία, για να γυρίσει, δεν φθάνει το αίμα που τρέχει στο αυλάκι του. Πρέπει ο μηχανισμός του να είναι συμπαγής, το κτίσμα στέρεο, να συντηρείται επαρκώς για να παράγει το προϊόν της ελευθερίας, για το οποίο πρέπει να εργάζεται κάθε επανάσταση. Αυτό είναι το δύσκολο: τελικά η ελευθερία να θριαμβεύσει. Με αυτά δεν σχετικοποιώ την αξία της θυσίας των νεκρών της νύχτας του Πολυτεχνείου. Κάθε άλλο. Προσπαθώ να αποτίσω τον οφειλόμενο φόρο τιμής στη μνήμη τους. Αυτά και όλα τα θύματα των συνθλιπτικών λίθων της εξουσίας, ένας τρόπος να τα δικαιώσουμε υπάρχει: να συνειδητοποιούμε και να αποκαλύπτουμε σε ποιου παραλογισμού το θυσιαστήριο θυσιάστηκαν, ποιες ήταν οι δόλιες και άδικες δυνάμεις που τα συνέθλιψαν, αλλά και ποιοι επιχειρούν να καπηλευτούν τη μνήμη τους, να αναγάγουν τη θυσία τους σε υπόθεση ανιδιοτελούς, ιδιωτικού ηρωισμού και αυτάρεσκης αυταπάρνησης, και να ρίξουν τους προβολείς της ιστορικής δημοσιότητας επάνω τους… Λες και τον ήθελαν τον αδόκητο χαμό τους για να δοξαστούν και να γίνονται στη μνήμη τους συναυλίες και διαδηλώσεις και πανηγύρια, και ηχηρές εκδηλώσεις τιμής, στις οποίες προβάλλονται οι εκάστοτε ομιλητές και οι δηλώσεις τους στις κάμερες της τηλεόρασης.
Κατεξοχήν θεσμικό δικαίωμα να επιτελούν τους εορτασμούς για το Πολυτεχνείο δημόσια, προβεβλημένα, έχουν όσοι εκπροσωπούν την εκάστοτε εξουσία, που αναγνωρίζει, δήθεν, μια επανάσταση. Κάθε φορά, επίσης, εκείνοι που καταγγέλλουν την υποκρισία των “επίσημων” εκφραστών της μνήμης των ηρώων, την καπήλευση εκ μέρους τους, την αναξιότητά τους, εκείνοι που εκφράζουν όντως το πνεύμα της αντίστασης στην αυθαιρεσία, που σκότωσε τους αδικοχαμένους του Πολυτεχνείου, γίνονται, για την εξουσία, ύποπτοι, υποψήφιοι ένοχοι, οι επόμενοι που ίσως χρειαστεί να τους κλείσουν το στόμα. Επέτειοι όπως του Πολυτεχνείου, όμως, είναι ευκαιρίες να αισθανόμαστε ντροπή για την ανθρώπινη αναλγησία, όνειδος για τη βαρβαρότητα της εξουσίας. Είναι αφορμές για να συλλογιζόμαστε την αδυσώπητη μοίρα όσων τυχαίνει να μπαίνουν στο στόχαστρο τυφλωμένων από τη συγκυριακή πολιτική τους δύναμη ημιαγρίων.
“Εις μνημόσυνον αιώνιον”, λοιπόν, “έστωσαν οι δίκαιοι” του Πολυτεχνείου, ανεξάρτητα από τις συγκυριακές πρακτικές αναφοράς στην εξέγερση του Νοεμβρίου του ’73. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης μας το έλεγε: «Ουχ ελληνικόν το προσκυνείν ιδέες – δόγματα και ανθρώπους - δεσπότες». Το απροσκύνητο φρόνημα, αν δεν περιορίζεται σε λεκτικούς παλληκαρισμούς, αν γίνεται κίνδυνος για εκείνους που το έχουν, θυμίζει ότι ο κίνδυνος προέρχεται από εκείνους που, εξουσιομανείς, θέλουν προσκυνημένους πολίτες, ταπεινωμένες συνειδήσεις, καμπουριασμένο το ηθικό, υποτακτικό στους εχθρούς του Ανθρώπου, τους απροκάλυπτους ή φτιασιδωμένους καταπιεστές.
Στα σύγχρονα, του δυτικού κόσμου κράτη, έφθασαν να μην είναι λίγες, ολόχρονα, οι αιματηρές μέρες και νύχτες, όπως του Πολυτεχνείου ενός Ελληνικού Νοεμβρίου. Αυθόρμητες επαναστάσεις ακόμα γίνονται. Και έχουν όλες την ίδια κατάληξη: νεκρούς που δεν “δείχνουν τον δρόμο”. Οι νεκροί μένουν νεκροί. Για μας ο “δρόμος είναι δρόμος”. Όπως και για κείνους, βέβαια, που τελικά τον έχασαν… 

17 Νοεμβρίου του ’73, στην Αθήνα της Χούντας, η νύχτα έγινε σύμβολο. Η συμβολική πολιτική της μνήμη έγινε, έκτοτε, κι έτσι ας μείνει, η ιδεολογική αποτύπωση του ελληνικού ανθρωπισμού...

                                     

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Τα φώτα έσβησαν


Τα φώτα που σβήσανε χθες στο Παρίσι, μας δείξανε τη Δύση μας όπως είναι συνέχεια: σκοτεινή… Στο χθεσινό σκοτάδι οι οιμωγές των θυμάτων στον πολιτισμένο μας κόσμο ακούστηκαν ευκρινώς. Συνήθως, όμως, από την αυγή του λαμπερού την ημέρα και του ολόφωτου τις νύχτες πολιτισμού μας, οι πνιχτές κραυγές των πληγωμένων, από Δυτικούς, Δυτικών πνίγονται, μερόνυχτα, στην ευωχία ενός κόσμου φαινομενικά απασχολημένου διαρκώς…
Αυτή η απασχόληση, χθες, διαταράχθηκε. Εισβολείς στο προσκήνιο της πόλης που δίδαξε τρομοκρατία στη Δύση του 18ου αιώνα, με σβηστά τα φώτα του Γαλλικού Διαφωτισμού, έκαναν τις ασχολίες των κατοίκων της, των ανύποπτων κατά τα άλλα θυμάτων, να θυμίζουν την αμέριμνη βοσκή των αμνών, των μεγαλωμένων για σφάγια. Έτσι μεγαλώνουν τα περισσότερα παιδιά, άλλωστε, στη Δύση: ως πρόβατα καλοκάγαθα, που μορφώνονται μεν αλλά όχι αρκετά για να σκεφτούν ότι η ζωή τους, στον κόσμο τους, δεν έχει τη σημασία που μεγαλόστομες διακηρύξεις της αποδίδουν, κυρίως πολιτικών και πολιτικών φιλοσόφων. Το θυμάμαι κάθε φορά, αυτό, που βλέπω και ακούω αμήχανους πολιτικούς να αναφέρονται με λόγια σε συμβάντα που δεν θα συνέβαιναν αν δεν τα προκαλούσαν. Εξ ου η αμηχανία τους.
            Ο Φρανσουά Ολάντ είπε, στο διάγγελμά του στον γαλλικό λαό, τη μοιραία λέξη: impitoyable… Αμείλικτη, είπε, θα είναι η Γαλλία στην αντίδρασή της μετά το χτύπημα που δέχθηκε στα σπλάγχνα της. Αμείλικτος αισθάνεται ότι μπορεί να γίνει εκείνος που φαντάζεται μεγάλη την ισχύ του, απροσμέτρητη με το μέτρο που χωρίζει άνθρωπο από άνθρωπο ή κράτος από κράτος σε ισχυρότερους και ανίσχυρους. Κι όμως! Ο ισχυρός αυτός Πρόεδρος μιας υποτίθεται ισχυρής χώρας δέχθηκε ένα χτύπημα που, και ισχυροί ακόμα, το υπολογίζουν.
            Υπάρχει ένα δίδαγμα από αυτό το χτύπημα. Αν, σε καιρό ειρήνης, οκτώ μαχητές, πάνοπλοι, θυσιάζονται και συνοδεύουν στον θάνατο 200 περίπου ανυποψίαστους αμάχους, άοπλους και αμέριμνους, σημαίνει ότι η Γαλλία ούτε έτοιμη για έναν τέτοιο πόλεμο είναι ούτε αμείλικτη μπορεί να ισχυρίζεται ότι θα γίνει. Αυτό ισχύει για όλα τα κράτη της υπερτροφικής Δύσης, συμπεριλαμβανομένης της Αμερικής.
            Οι ηγέτες των κρατών αυτών δεν ρώτησαν τους πολίτες τους αν μπορούν να αντέξουν τις συνέπειες από τις ριψοκίνδυνες επιχειρηματικές, πολεμικές διεισδύσεις σε περιοχές που κατοικούνται από πραγματικά αμείλικτους καθημερινούς ανθρώπους. Στη σύγκριση, προφανώς, ο άνθρωπος της φαιδρής Δύσης υπολείπεται καταφανώς του ανθρώπου της βλοσυρής Ανατολής. Δεν θα έπρεπε να εξαναγκαστούν, τα δυο αυτά είδη ανθρώπων, να έχουν μεταξύ τους σχέσεις βίας.
            Η σύγκρουση αυτή δεν θα μας βγει σε καλό. Σαν επηρμένα, επειδή καλοταϊσμένα και καλοζωισμένα, κακομαθημένα παιδιά, που αντιμετωπίζουν, με παιδική επιπολαιότητα, υποτιμητικά κάποια ρακένδυτα και πεινασμένα χαμίνια, οι άνθρωποι του κόσμου που δύει δοκιμάζουν στην αφράτη τους ύλη τον οξύ πόνο που μπορεί να προκαλέσει η αποφασιστική αντίδραση κάποιων που δεν διακρίνουν τη ζωντανή από τη νεκρή ανθρώπινη σάρκα, ακόμα κι αν πρόκειται για το δικό τους σώμα…
            Ο δυτικός άνθρωπος νοσεί σοβαρά, ούτως ή άλλως, από την ασφυξία που προκάλεσε ο ίδιος στον εαυτό του. Προτού να σπεύσει να κατηγορήσει τους μακρινούς του αντιπάλους ή τους πρόσφυγες για την κακή του τύχη, πρέπει να χαλαρώσει τη θηλιά που έσφιξε γύρω από τον ίδιο τον λαιμό του. Γι’ αυτό, όμως, χρειάζεται τόση σκέψη όση δεν χρησιμοποίησε για να ανοίξει μόνος του, στο σώμα του, τις πληγές που χαίνουν, και ρέει άφθονο το αίμα του, χωρίς η βία των τζιχαντιστών να ‘χει φταίξει. Όση ευαισθησία λείπει στους δυτικούς, για τα δεινά που προκαλούν οι ίδιοι στον εαυτό τους, τόση σκληρότητα θα δοκιμάζουν από τους ξένους εισβολείς στον «πολιτισμό» τους…
            Τον πολιτισμό αυτό, με τα τόσα θύματα, δικά μας και ξένα, πρέπει σοβαρά να τον ξανασκεφτούμε. Απερίσκεπτος και βερμπαλιστής όπως είναι, δεν του κάνει καλό το φως που πέφτει πάνω του. Κι όταν τύχει να πέσει το σκοτάδι, όπως χθες στο Παρίσι, τότε οι μεγαλοστομίες του δεν αρκούν για να καλύψουν τον αχό από τις  αποτυχίες και τις αδικίες του…

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

"Το δώρο", του Άθω Ερωτοκρίτου

 Το βιβλίο του Άθω για το δώρο είναι ένα – ακόμα – δώρο του στους αναγνώστες του. Καθώς είναι το δεύτερο βιβλίο του που παρουσιάζω, το θεωρώ ένα δεύτερο δώρο του και σε μένα, καθώς είχα την ευκαιρία, δύο φορές, να επιβεβαιώσω χαρακτηριστικά του συγγραφέα, του ανθρώπου και του φίλου:
α) αναλαμβάνει να γράψει για θέματα που άπτονται της ανάγκης του ανθρώπου να ξέρει τα κρίσιμα για τη ζωή του, β) τα αναλύει ως εκεί που ο αναγνώστης του δεν μπορεί να κάνει πίσω από την ανάγνωση, χωρίς να αισθανθεί ότι θα χάσει το επόμενο μυστικό που θα του αποκαλύψει ο Άθως.
Έτσι, λοιπόν, όσο κι αν τα δώρα είναι πάγια κοινωνική πρακτική των ανθρώπων από τους αρχαίους χρόνους, όσο κι αν η γενναιοδωρία είναι εμπεδωμένη ανθρώπινη αξία, όσα αποκαλύπτει ο Άθως στο βιβλίο του για τη δωροδοκία και τη δωροληψία, χωρίς οι λέξεις να έχουν το σύνηθες ύποπτο νόημά τους, είναι ενδεικτικά για το πόσα ακόμα μπορούμε να σκεφθούμε μαζί με έναν πεπειραμένο ψυχολόγο και ανθρωπιστικό στοχαστή.
Η δόσις του δώρου είναι παράγοντας μέθεξης ανθρώπινης, που δεσμεύει τον δωροδότη και τον δωρολήπτη σε μια σχέση αμοιβαίας, αποκλειστικής εξάρτησης. Κι αυτό, όπως είπαμε, ως ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη κατάσταση από τους αρχαίους χρόνους, που οι άνθρωποι πρωτο-ανακάλυπταν τους δεσμούς δυνάμει των οποίων θα πήγαιναν μαζί πιο κάτω στη ζωή.
Το αρχέγονο της ανταλλαγής των δώρων, όμως, δεν ερείδεται μόνο στην πρωτόγονη ανάγκη του ανθρώπου να συνδέεται με τον άλλον άνθρωπο. Βρίσκει πλούσια την πηγή της η συνήθεια στην αθωότητα με την οποία χαίρεται ο άνθρωπος που δέχεται δώρο από εκείνον που έχει λόγο να τον κάνει να χαρεί. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να είναι αρκετοί για να έχει το δώρο ως δόση συνέχεια στην ανταπόδοση, και η συνεπής ανταλλαγή, έτσι, να συμβολίζει το δεσμό μιας σχέσης που ούτε τυχαία είναι ούτε αδιάφορη για τους συμβαλλομένους.
            Ο Άθως, εδώ, για να ενισχύσει την ενόρασή του για τον εν λόγω συμβολισμό, αναφέρεται στον Μαρσέλ Μως, τον ανθρωπολόγο και κοινωνιολόγο, που με επαρκή τεκμήρια στοιχειοθετεί τη συμβολική διάσταση του δώρου στο αντίστοιχο βιβλίο του. Ο ισχυρός συμβολισμός της προσφοράς του δώρου δεν μπορεί να μείνει ούτε απαρατήρητος ούτε ασχολίαστος από τον Άθω. Με διεισδυτική, λοιπόν, έμπνευση, αναφέρεται στην ψυχική πρόθεση που εκφράζεται στην προσφορά του δώρου αλλά και στην ψυχική διάθεση που προκαλεί σ’ εκείνον που το λαμβάνει.
            Ο δωρητής δεσμεύει ψυχικά με το δώρο του τον δωρολήπτη, αφού ο ίδιος πρώτα, με το δώρο του, ομολογεί την ανάγκη που τον ώθησε να δεσμεύσει τον άνθρωπο στον οποίο απευθύνει το δώρο του. Όταν, μάλιστα, το δώρο γίνεται αφορμή για να σκεφτεί ο αποδέκτης του το αντίδωρο, και να το δώσει σ’ εκείνον που άρχισε τη σχέση του χαρίσματος, συνομολογείται μια αλληλεξάρτηση, μια εκατέρωθεν διάθεση συμπόρευσης των ανθρώπων που χαρίζονται, ουσιαστικά, ο ένας στον άλλον.   
            Τόσο ψυχικά συγκινητική είναι η σκέψη για ν’ αποδώσουμε ένα δώρο, που οι άνθρωποι θεωρούν ότι μπορούν να μοιραστούν τη συγκίνηση αυτή με τους θεούς τους, οι οποίοι πρώτοι, υποτίθεται, δωρίζουν στους ανθρώπους εκείνα που οι άνθρωποι εκλαμβάνουν ως δώρα, εξαιτίας των οποίων σκεφτόμαστε, οι άνθρωποι, και τα τερπνά για τους θεούς αντίδωρα. Σαν να μιμούμαστε, έτσι, τη γενναιοδωρία τους ελπίζοντας για την εύνοιά τους, και για την εξουδετέρωση των κακών πνευμάτων, των ζηλότυπων, που εποφθαλμιούν την αγαθή μας σχέση με τους θεούς μας.  
            Οι θεοί, ανακαλύπτει στις μελέτες του ο Άθως, ενθουσιάζονται, στην ανθρώπινη φαντασία, με τα δώρα μας στους φτωχούς και τα παιδιά κυρίως, κι είναι, κι αυτός, ισχυρός λόγος για να δίνουμε, μεταξύ άλλων, δώρα συχνά σ’ αυτές τις κατηγορίες ανθρώπων, που ξέρουν, για τους δικούς τους λόγους, να τα εκτιμήσουν. 
            Δεν είναι ανάγκη, όμως, το δόσιμό μας να υλοποιείται με δώρο απαραίτητο χειροπιαστό. Ακόμα και το δόσιμο των χεριών σε μια αγκαλιά, την ίδια διάθεση ανοίγματος στον άλλον εκφράζει. Η φιλοξενία, επίσης, η πρόσκληση σε γεύμα ή στη γιορτή μας, την ίδια ανάγκη μας για να περιέξουμε τον άλλον στη σφαίρα της ζωής μας αποτυπώνει.
            Γι’ αυτό, επειδή μια τέτοια υπαρξιακή ανάγκη εξυπηρετεί το δώρο, όπως είπαμε στην αρχή, εισάγει στις σχέσεις των ανθρώπων δεσμεύσεις καθόλου αδιάφορες. «Το δώρο θέλει αντίδωρο και πάλι δώρο μένει» θα πούμε, με παροιμιακή ελπίζω σοφία, για να δηλώσουμε τη σημασία της υποχρέωσης που σημαίνει η αποδοχή ενός δώρου. Το κύρος μας, που διεκδικούμε να προβάλουμε με τα στοχευμένα πάντα δώρα μας, προκαλεί τη συνείδηση του αποδέκτη – στόχου μας, ο οποίος σκέφτεται τη θέση που θέλουμε να έχουμε και που μπορεί να μας παράσχει στη ζωή του. Η ανταπόδοση, αν έλθει, σημαίνει ότι διευθετεί την προσφορά μας, στο προγραμματικό πλαίσιο της ζωής του, ο αποδέκτης του δώρου μας. Αλλιώς, αν μας αρνηθούν το δώρο, ή δεν μας το ανταποδώσουν, σκεφτόμαστε αν είναι το αίσθημα ανωτερότητας ή κατωτερότητας, που άφησε το δώρο μας αναπάντητο.
            Τα παραπάνω, φυσικά, εξαρτιούνται και από τις κοινωνικές μας σχέσεις, που εξαρτιούνται από την κοινωνική μας επιφάνεια, που δημιουργεί τις εξαρτήσεις, δικές μας από τους άλλους και των άλλων από εμάς. Υπάρχουν επομένως, αναλόγως, δώρα πλούσια και δώρα φτωχά, δώρα απλά και δώρα εντυπωσιακά, δώρα για να φανούμε και δώρα για να δείξουμε την αγάπη μας, δώρα για να συγκινήσουμε και δώρα για να σκλαβώσουμε…
            Τα συναλλακτικά ήθη, λοιπόν, που αφορούν στην απόδοση και την ανταπόδοση των δώρων δεν είναι, καταδεικνύει ο Άθως, απλά, ούτε απηχούν εκφάνσεις του ανθρώπινου ψυχισμού ευανάγνωστες. Χρειάζεται η διεισδυτική ματιά του ανθρώπου που ερωτηματοθετεί το αυτονόητο, για να αποκαλυφθεί το ψυχικό και κοινωνικό υπόβαθρο μιας συνήθειας καθόλα χαρακτηριστικής για τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος διαχειρίζεται τις ανθρώπινες σχέσεις του. Από εποχή σε εποχή, και ανάλογα με τις κοινωνικές σφαίρες και δραστηριότητες, τα δώρα αλλάζουν χέρια με κανονικότητα αξιοθαύμαστη. Η τοτεμική εντολή της ανταπόδοσης συντηρεί την εθιμοτυπία του δώρου, και οι άνθρωποι χαρίζονται και τους χαρίζονται σχεδόν για να συνεχίσουν να επιβιώνουν…
            Η ανθρώπινη επιβίωση καθεαυτήν, όμως, ξέρουμε ότι είναι στοχαστική μέριμνα του Άθω σε ποικίλες εκφάνσεις της. Ως ψυχολόγος, κοινωνικός στοχαστής και πολιτικά ενεργός πολίτης δεν αφίσταται του καθήκοντος της αναφοράς στις κοινωνικές ορίζουσες, που μας διαμορφώνουν και μας ορίζουν. Η σύγχρονη συγκυρία, της δεινής κοινωνικοοικονομικής και εθνικής κρίσης, δεν αφήνει ασυγκίνητο τον Άθω. Όπως και στο προηγούμενο βιβλίο του, για την οικονομική εξαθλίωση των Κυπρίων, έτσι και σε αυτό, το θέμα της σύγχρονης τρικυμίας στην οποία παραδέρνουμε οι περισσότεροι, είναι αναλυτικά επεξεργασμένο και γλαφυρά παρουσιασμένο.
            Πιο συγκεκριμένα, ο Άθως αναφέρεται σ’ ένα αρχαίο συναλλακτικό έθος, τον οικονομικό δανεισμό, που θυμίζει πολύ τη συνήθεια του δώρου. Από μια άποψη, και τα δώρα είναι δανεικά. Τα δάνεια, επίσης, όταν τα παίρνουμε, μοιάζουν με δώρα. Γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι. Στην Κύπρο, λοιπόν, όπως και σε άλλες χώρες του σύγχρονου καπιταλιστικού κόσμου, και στην Ελλάδα, που κρίνεται για τον τρόπο που θα χειριστεί τα κόκκινα δάνεια αυτές τις μέρες, η αδυναμία ανταπόδοσης των δανείων, που δεν είναι δώρα, θυμίζει την αντίστοιχη δυσχέρεια στην αρχαιότητα.
            Ο Άθως μας υπενθυμίζει πολλά σχετικά με το πρόβλημα στην Αρχαία Ελλάδα, καθώς και για τη λύση που έδωσε τότε ο Σόλων: τη σεισάχθεια. Μπορεί σήμερα να δοθεί μια τέτοια λύση; Της μη υποχρέωσης, δηλαδή, για ανταπόδοση του δυσβάστακτου «δώρου» ενός δανείου; Όσο κι αν δεν μπορεί, ή επειδή, μάλλον δεν μπορεί, ο Άθως ανατρέχει σε θεωρήσεις για τον άνθρωπο που θεραπεύουν την ψευδαίσθηση ότι μπορεί κανείς να είναι εξαρτημένος, με οποιονδήποτε τρόπο, και ελεύθερος. Το τίμημα για την όποια εξάρτηση είναι η απώλεια της ελευθερίας, της αυτοδιάθεσης, της αυτονομίας, ακόμα και της αυτογνωσίας…
            Γι’ αυτό, στο τέλος του βιβλίου, η θεώρηση του Άθω γίνεται συνολικά πολιτική, δηλαδή απελευθερωτική. Εκεί που εξαντλούνται τα περιθώρια του διαλόγου των ανθρώπων ως προσώπων για την εξεύρεση λύσης στα προβλήματα, αναλαμβάνει ο άνθρωπος ως πολιτικό ον να θέσει τα όρια και τους όρους της ζωής, η οποία, ως δώρο που μας δίδεται, μας υποχρεώνει να ανταποδώσουμε εν καιρώ, αποδίδοντας στη ζωή μας έργα – δώρα σ’ έναν κόσμο που τίποτα δεν μας δίδεται δωρεάν, εκτός από την ίδια τη ζωή…
Εύχομαι ο Άθως να ευαρεστηθεί να μας χαρίσει κι άλλα τέτοια βιβλία – δώρα. Σας ευχαριστώ!

"Το δώρο", εκδόσεις Αιγαίον (http://www.yialousa.org/Publications/index.htm). 
Λευκωσία, Βιβλιοπωλείο Γιαλούσα, 10 Νοεμβρίου 2015
                         
                        

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

Πολιτική μνήμη



Η ιστορική μνήμη πολιτικών γεγονότων δεν είναι ιστορική· είναι πολιτική. Τόσο, λοιπόν, η δήλωση του Υπουργού Παιδείας για την ιστορία των Ποντίων όσο και οι συναφείς αντιδράσεις είναι πολιτικές. Πολιτική ήταν, επίσης, η «τοποθέτηση» της Μ. Ρεπούση για τον «συνωστισμό» των Ελλήνων στο λιμάνι της Σμύρνης, πριν τους σφάξουν οι Τούρκοι. Κακώς, από την άποψη αυτή, αναφερόμαστε σε πολιτικά γεγονότα ως ιστορικά. Η πολιτική δεν έχει ιστορία. Το πολιτικό παρελθόν γίνεται παρόν όταν αναφερόμαστε σ’ αυτό, για να το μνημονεύσουμε απλώς ή, ακόμα σοβαρότερα, για να το ερμηνεύσουμε.
Η ερμηνεία, λοιπόν, του Ν. Φίλη, των σφαγών των Ποντίων και του εκτοπισμού τους από τα πάτρια εδάφη τους, είναι πολιτική. Το ερώτημα που πρέπει να αρχίσει να απασχολεί την αριστερά που θέλει να είναι διανοούμενη, είναι το πρίσμα της θεώρησης των πολιτικών γεγονότων της ελληνικής, τουλάχιστον, ιστορίας. Επειδή θα αργήσουμε να δούμε το τέλος της ιστορίας όπως το οραματιζόταν ο Μαρξ, της τελικής επικράτησης του παγκόσμιου προλεταριάτου, οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί μέχρι να φθάσουμε εκεί, αν φθάσουμε…
Μεγάλο μέρος της προσοχής της αριστερής θεωρίας στην Ελλάδα, δηλαδή, πρέπει να δοθεί στη σύγχρονη πραγματικότητα, που θέλει τα κράτη – έθνη να επιστρέφουν, και μαζί τους η σκλήρυνση των ακροδεξιών ιδεολογιών που τα προπαγανδίζουν. Δεν επιστρέφει το κράτος – έθνος, όμως, χωρίς λόγο. Η δεινή οικονομική κατάσταση των περισσότερων κρατών στην Ευρώπη, που θα επιδεινωθεί κι άλλο, ο ειρηνικός αποικισμός τους από πρόσφυγες, που θα ενταθεί, η μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών καχυποψία, που ευνοεί η γερμανική απολυταρχία, είναι σοβαροί λόγοι για να επιστρέφει το κάθε κράτος στον εαυτό του, και να αναζητήσει τον συνεκτικό του ιστό στο έθνος.
Τα έθνη δεν πρέπει να φέρουν δεξιό πρόσημο. Η δεξιά αναφορά στο έθνος κάνει όσους την ενστερνίζονται συντηρητικά επηρμένους εθνικά, δηλαδή ξενοφοβικούς και με επιθετικές ή υποτιμητικές διαθέσεις για τα άλλα έθνη, κυρίως τα γειτονικά και ανταγωνιστικά. Η εθνική συνείδηση, σήμερα στην Ελλάδα, μπορεί να πάρει αριστερό πρόσημο. Ο μαρξιστικός διεθνισμός αποδείχθηκε πως στηριζόταν στο κεφάλι του, και γι’ αυτό κατέπεσε. Έπρεπε πρώτα να στηριχθεί στα πόδια μιας εθνικής αριστερής ομοψυχίας, και μετά να συσταθούν διεθνικά αριστερά – προλεταριακά συμβούλια.
Πώς, όμως, θα πάρει η αριστερή αναφορά στον εαυτό μας εθνική διάσταση, όταν υπό το πρίσμα ενός ψευδο-ιστορικού αριστεριστικού αντικειμενισμού, υποβαθμίζεται η αναφορά, εν προκειμένω, στη γενοκτονία των Ποντίων; Όσο κι αν ο Α. Παπανδρέου, το 1994, πολιτικές σκοπιμότητες εξυπηρέτησε όταν προώθησε το σχετικό αίτημα των Ποντίων, δεν παύει η εθνοκάθαρση που επιτέλεσαν οι Νεότουρκοι από το 1914 μέχρι το 1923, να στέρησε από τον ελληνισμό του Πόντου τις πατρογονικές τους εστίες, τον ζωτικό τους χώρο, και την ιστορική τους συνέχεια, αφού πάνω από 300.000 Έλληνες του Πόντου έχασαν τότε τη ζωή τους: παιδιά, γυναίκες, άνδρες, που δεν μπόρεσαν να ανανεώσουν τη γενιά του ο καθένας και η καθεμιά.
Γι’ αυτό δεν έκαναν αυτό που έκαναν οι Τούρκοι τότε; Ήταν μια επιχείρηση ωμής πολιτικο-στρατιωτικής «διευθέτησης» της χωροταξικής αυτοτέλειας του αναδυόμενου τουρκικού έθνους – κράτους. Το ίδιο έγινε και στα παράλια της Μικράς Ασίας. Όποιος ιστορικός ή με δημόσιο λόγο διανοούμενος δίνει έμφαση στο ιστορικό δικαίωμα των Τούρκων να κάνουν ό,τι νομίζουν για το έθνος τους, πρέπει να αναγνωρίζει το αντίστοιχο ιστορικό και πολιτικό δικαίωμα στους εκτοπισμένους και θυσιασμένους στο βωμό του τουρκικού εθνικισμού. Δεν γίνεται να αναγνωρίζεις μονομερώς, στους άλλους, το δικαίωμα στον εθνικό αυτοπροσδιορισμό, και να το αρνείσαι στους δικούς σου…
    Ό,τι χρειάζεται, επομένως, για τον εθνικό μας αυτοπροσδιορισμό, που εκκρεμεί δεκαετίες τώρα, πρέπει να το κάνουμε. Πολιτικά διαβάζοντας την ιστορία, δεν θα προδώσει ο αριστερός την ιδεολογική του αφετηρία αν ενισχύσει καταφατικά την εθνική του ταυτότητα, αναγνωρίζοντας τα αποτελέσματα εθνικιστικών πολιτικών που δίχασαν τους λαούς, όντως. Η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων δεν υποτιμά το επιστημονικό κύρος ακόμα και εκείνων που, θεωρητικά, την ονομάζουν εθνοκάθαρση. Γιατί, είπαμε, η πολιτική ιστορία δεν έχει χρόνο. Είναι διαρκώς παρούσα. Κι αν κάνουμε το λάθος εμείς, ως Έλληνες, αριστεροί ή αδιάφοροι, να το ξεχνάμε, τότε θα έλθει το πολιτικό μας μέλλον να μας το θυμίσει, όταν θα κάνουμε τα ίδια λάθη που μας οδήγησαν στις τραγικές συνέπειες που ήδη βιώνουμε, είτε είμαστε Πόντιοι, Μικρασιάτες και Κύπριοι είτε όχι.
Όταν οι αριστεροί αναγνωρίζουν και δίνουν έμφαση στις τραγικές συνέπειες του εθνικισμού, και δεν εμμένουν, μόνο, στην καταγγελία του, τότε οι ακροδεξιοί χάνουν το αντικείμενο της προπαγάνδας τους. Έτσι περιορίζεται η εθνικιστική ιδεοληψία, και μαζί της οι κίνδυνοι να μας οδηγήσει, χωρίς να το καταλάβουμε, στα ίδια λάθη εθνικής στρατηγικής και στα ίδια ολέθρια αποτελέσματα.
Το έθνος, που γίνεται μαχαίρι στα χέρια της δεξιάς, πρέπει να γίνει λουλούδι στα χέρια της αριστεράς. Κι ίσως ο εθνικός μας κήπος, τότε, ο περιορισμένος στην Ελλάδα, και με τα μνήματα των εθνικών μας νεκρών μέσα του, γίνει ο παράδεισος που οραματιζόμαστε κάποτε να ζήσουμε, ή τουλάχιστον τα παιδιά μας. Σ’ αυτόν τον κήπο γύρισαν για να ζήσουν και οι Πόντιοι ή οι Μικρασιάτες, που δεν ελπίζουν η ιστορία, δηλαδή η πολιτική, να τους δώσει πίσω τον δικό τους, τον ποτισμένο με το αίμα των προγόνων τους…
                        
      

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Αλλαγή!


    

Το σύνθημα του Α. Παπανδρέου, το 1981, ήταν: «αλλαγή». Εκείνο το σύνθημα, μετά, περιγελάστηκε πολύ, δικαίως. Η αλλαγή έγινε, βεβαίως, αλλά δεν έμοιαζε σε τίποτα με εκείνο που εκατομμύρια ψηφοφόρων του Ανδρέα είχαν θελήσει να δουν να αλλάζει. Το γαλάζιο κράτος έδωσε τη θέση του στο πράσινο κράτος, το οποίο, με την επίφαση του σοσιαλιστικού εκδημοκρατισμού, έδωσε δείγματα μιας άγριας φασιστικής γραφής. Η κομματική εξουσία, αποκεντρωμένη καθώς ήταν, πριν την εκλογική νίκη του ΠΑ.ΣΟ.Κ., σε πυρήνες ψευδο-επαναστατικής δράσης, παρέμεινε έκκεντρη, δοσμένη απλόχερα στις αλήστου μνήμης κλαδικές οργανώσεις, οι οποίες διαφέντευαν τον κοινωνικό ιστό σαν αράχνες που, αντί να υφαίνουν, ξήλωναν.
Αυτό, πράγματι, ήταν βαθιά αλλαγή στην ελληνική κοινωνία. Το άλλοτε βαθύ κράτος της δεξιάς έγινε ρηχό, με εξειδίκευση στις πρακτικές άλωσης της συνείδησης των Ελλήνων. Η κεντρική κυβέρνηση έκανε ό, τι μπορούσε για να κερδίζει ο κομματικός στρατός, και ο κομματικός στρατός ό, τι μπορούσε για να κερδίζει ακόμα περισσότερα. Στην πρώτη δεκαετία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. μπήκαν οι βάσεις γι’ αυτό που ζούμε σήμερα ως διαλυμένη ελληνική κοινωνία, μοιρασμένη σε αφιονισμένους φασίστες, σε αλλόφρονες δεξιούς, σε αιθεροβάμονες ριζοσπάστες αριστερούς και σε μετριοπαθείς προοδευτικούς αριστερούς. Οι τελευταίοι, που ανέδειξαν τον Α. Τσίπρα πρωθυπουργό, υπομένουν την εγκυμοσύνη μιας καινούργιας αλλαγής, διαφορετικής, ελπίζουν, από την «αλλαγή» του ’81.
Αυτό που θα αλλάξει οπωσδήποτε τώρα είναι το πασοκικό οικοδόμημα μιας κοινωνίας που χωριζόταν σε επιτήδειους βολεψιματίες - κάθε είδους και επιτηδεύματος - και σε αγαθούς στυλοβάτες του συστήματος που κατέρρευσε, τελικά, πριν από πέντε χρόνια. Τώρα η Ελλάδα θα αλλάξει δραματικά, γιατί δυο γενιές μεγάλωσαν με την εντύπωση ότι αρκεί να είσαι πονηρός για να κάνεις έξυπνες επιλογές, είτε μπορούσες είτε όχι. Τώρα θα θητεύσουμε, για τέσσερα χρόνια, στη σχολή που μαθαίνεις ότι, για να κάνεις έξυπνες επιλογές, πρέπει να είσαι … έξυπνος. Στη σχολή αυτή θα διδάξουν ξένοι καθηγητές: Άγγλοι, Αμερικανοί, Σκανδιναβοί και Γερμανοί, κυρίως, αλλά και Έλληνες, πρωίμως ή εσχάτως εξαναγκαστικά συμπαθήσαντες το πνεύμα της αποτελεσματικότητας: καλό είναι αυτό που είναι αποτελεσματικό. Εκείνο που δεν είναι, απλά δεν υπάρχει. Διευθυντής της καινούργιας αυτής Σχολής των Ελλήνων, που θα αλλάξει τον τρόπο που σκέφτονται πολλοί Έλληνες, θα είναι ο Α. Τσίπρας.
‘Ήταν ο πρώτος, άλλωστε, που θήτευσε στη Σχολή αυτή, στα κτίρια των Βρυξελλών. Η διαφορά αυτού του πρωθυπουργού είναι ότι τα φώτα δεν θα τα κρατήσει για τον εαυτό του. Θα διαθλά το φως αυτό, του ευρωατλαντικού πνεύματος, διαρκώς προς τον ελληνικό λαό. Κανένας δεν το έκανε πριν: ούτε ο γαλλοθρεμμένος Κ. Καραμανλής, ούτε οι αμερικανοθρεμμένοι Α. και Γ. Παπανδρέου, ούτε οι γερμανοθρεμμένοι Μητσοτάκης και Σημίτης, ούτε ο αμερικανοθρεμμένος Σαμαράς. Ήξεραν όλοι ότι η επιβίωση της Ελλάδας εξαρτιόταν από τις ξένες δυνάμεις που τους ανέθρεψαν, τους ανέδειξαν και τους στήριξαν. Δεν το ομολογούσαν όμως, αφενός, και, αφετέρου, έκαναν ότι μπορούσαν για να εξαρτήσουν τη χώρα τους ακόμα περισσότερο από τους ξένους. Μιλούσαν, βέβαια, ελάχιστα γι’ αυτούς και την εν λόγω εξάρτησή μας. Γι’ αυτό προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων η δήλωση του Σημίτη με την οποία «ευχαριστούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.»
Ο ελληνικός λαός, ανώριμος, μέχρι τώρα, θεωρούσε ότι μπορεί είτε να δημιουργεί είτε να βυσσοδομεί στο σώμα της χώρας του χωρίς να αποδίδει λογαριασμό σ’ εκείνους που, μέχρι και την πτώση της Χούντας, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μας υπενθυμίζουν ότι ο ξένος δάκτυλος είναι παρών. Αυτό, ευτυχώς, θα αλλάξει. Όπως το παιδί που νομίζει ότι είναι ελεύθερο και το αγαπούν, καταλαβαίνει ότι δεν συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο, έτσι και εμείς, από το καλοκαίρι ήδη, ξέρουμε ότι η ελευθερία και η αγάπη κερδίζονται, δεν δωρίζονται. Το έμαθε ο πρωθυπουργός στην προηγούμενη κυβέρνηση. Μας το διδάσκει κι εμάς τώρα.
Η αλλαγή από την άναρχη πολιτική κατασπατάλησης των δυνάμεων της χώρας, τη δεκαετία του ’80, στην πιεστική πολιτική εξοικονόμησης των δυνάμεων αυτών, θα είναι βίαιη. Ο Α. Τσίπρας, εξαιτίας της πρώτης πολιτικής, είναι αναγκασμένος να εφαρμόσει τη δεύτερη. Τη βίαιη προσαρμογή, βεβαίως, θα την υποστούν εκείνοι που υπέστησαν και τη λαίλαπα της κομματικής ασυδοσίας του «μεταρρυθμιστικού» ΠΑ.ΣΟ.Κ.: οι τωρινοί συνταξιούχοι και τα παιδιά τους. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που, τότε, ως τίμια εργαζόμενοι, έπρεπε να πληρώσουν κάτω από το τραπέζι τους γιατρούς στα δημόσια νοσοκομεία για να ενδιαφερθούν για τα παιδιά τους. Είναι αυτά τα παιδιά που, τώρα, δεν έχουν δουλειά για να πληρώσουν ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες θα καταβληθούν ως συντάξεις στους γονείς τους.  
   Ο Α. Παπανδρέου, για να κερδίσει τις εκλογές του ’81, σκιαμαχούσε σκόπιμα με τη σκιά της δεξιάς που είχε απομείνει στη μεταπολίτευση, και ήταν παροπλισμένη. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. αποκάλυψε το πραγματικό, καθεστωτικό του πρόσωπο, πιο δεξιό από την ίδια τη δεξιά, επί Προεδρίας του Ε. Βενιζέλου. Ο Γ. Παπανδρέου, που ήταν το αντίπαλο δέος του πατρικού σκληρού πυρήνα ενός κόμματος που έγινε τυφώνας για την Ελλάδα, γι’ αυτό έφυγε νωρίς. Κληρονόμησε εμμέσως, μέσω Σημίτη, την πρωθυπουργία, αλλά ποτέ το κόμμα.
Τώρα το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα είναι καθαρό. Οι ξένοι δεν ξεχνούν τα δάνεια που έδωσαν στον Α. Παπανδρέου, με αντάλλαγμα να βοηθήσει στην αποδιοργάνωση της πρωτογενούς παραγωγής στην Ελλάδα και να διατηρηθεί, φυσικά, στην εξουσία. Έκτοτε η Ελλάδα μπήκε στον ευρωπαϊκό αναπνευστήρα, τον οποίο ο Α. Τσίπρας αποφάσισε να κρατήσει στο πρόσωπο της χώρας. Απ’ ό,τι θυμάμαι, σε κατάσταση αναισθησίας δεν βλέπεις όνειρα. Ξέρεις, όμως, πριν κοιμηθείς, ότι μπορεί να μην ξυπνήσεις.

Ξυπνάμε σιγά – σιγά, ωστόσο. Ήλθε ο καιρός, ευτυχώς, που ο ίδιος ο ελληνικός λαός θα μάθει «από τους καλύτερους», από τους ξένους «προστάτες» του. Τώρα πια η Ελλάδα θα αλλάξει. Οι ίδιοι, εμείς, ξέρουμε πώς γίναμε αυτό που δεν μπορούμε πια, κι ούτε πρέπει να θέλουμε να είμαστε. Οι ξένοι προστάτες, ανέκαθεν, περνούσαν «βασιλικά» στην Ελλάδα, επειδή ο ελληνικός λαός δεν ήξερε ποιοι ήταν. Τώρα δεν μπορεί να μην ξέρει. Τώρα θα μπουν τα θεμέλια της μεταπολίτευσης, αφού οι ξενόφερτοι βασιλιάδες δεν είχαν εγκαταλείψει ποτέ την Ελλάδα. Τώρα, τουλάχιστον, τους βλέπουμε, και μάλιστα γυμνούς…

            

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Κίνδυνος έξωθεν


           
Η ψήφιση των προαπαιτουμένων επιβεβαίωσε ότι η στρατηγική του Α. Τσίπρα απέδωσε. Η εκκαθάριση του εσωτερικού μετώπου στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ήταν, φαίνεται, πλήρης και αποτελεσματική. Η αποχώρηση του Ν. Νικολόπουλου από τους Ανεξάρτητους Έλληνες ξεκαθαρίζει το τοπίο και στο κόμμα του Π. Καμμένου. Η Ελλάδα εισέρχεται σε περίοδο κοινοβουλευτικής ομαλότητας, μετά από αρκετά χρόνια. Αυτό έχει δύο όψεις. Η μία είναι της ηρεμίας που θα επικρατήσει γενικά στην ελληνική κοινωνία. Η άλλη είναι της ανησυχίας, κάθε φορά που μια εξουσία στην Ελλάδα εδραιώνεται. Για τη δεύτερη όψη της κοινοβουλευτικής ισορροπίας, πρέπει η κυβέρνηση, που επιτέλους θα κυβερνήσει, όπως την προέτρεπαν οι αντίπαλοί της, να κάνει προσπάθειες. Η κατάσταση θα είναι δύσκολη, όμως, όσο τα οικονομικά του τόπου δεν θα επιτρέπουν την κοινωνική πολιτική που οπωσδήποτε θέλει να εφαρμόσει ο πρωθυπουργός.
Η ομαλότητα στη χώρα, ωστόσο, έστω με τους τριγμούς που προκαλεί η πίεση που ασκεί ο ασφυκτικός κλοιός του μνημονίου, έχει μια ακόμα διάσταση, θετική. Αφορά στο εξωτερικό πρόσωπο της Ελλάδας. Μια ελληνική πολιτεία συντεταγμένη με σαφείς συνταγματικές ορίζουσες, που δεσμεύουν τυπικά όλους στη θέση τους, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, εκπέμπει το μήνυμα της φιλόξενης αλλά όχι προς εξαπάτηση χώρας. Η ηχηρή διαπραγμάτευση του χρέους το πρώτο επτάμηνο του έτους, επομένως, μπορεί να θεωρηθεί ως προθάλαμος για την ανάδειξη τόσο της δυναμικής ελληνικής εξωστρέφειας όσο και της περιεσκεμμένης εσωστρέφειας. Η εξωστρέφεια θα προσελκύσει επενδύσεις. Η εσωστρεφής περισυλλογή και περίσκεψη θα αποτρέψει κακόβουλες βλέψεις ορμώμενες έξωθεν.
Οι ξένες επενδύσεις, φυσικά, έχουν την καλή και την κακή τους όψη. Για τη δεύτερη δεν ωφελεί να μιλάμε, επειδή δεν είδαμε ακόμα την πρώτη. Οι αλλότριες βλέψεις, όμως, έχουν μόνο άσχημη όψη. Αυτός είναι ο σοβαρός λόγος που οποιαδήποτε άλλη έκβαση των διαπραγματεύσεων για το χρέος θα ήταν καταστροφική για την Ελλάδα. Είναι αλήθεια πως για δεκαετίες δεν είχαμε λόγο να ανησυχούμε σοβαρά για την ασφάλεια των συνόρων μας. Τώρα υπάρχουν λόγοι. Είναι η προσφυγική κρίση, ο εμφύλιος στη Συρία, η εμπλοκή της Ρωσίας και η, για τους προηγούμενους λόγους, ενίσχυση και ευρωπαϊκή αναβάθμιση της Τουρκίας.
Αρχίζω από τον τελευταίο παράγοντα της εθνικής μας βάσιμης ανασφάλειας. Η Τουρκία απέδειξε ότι δεν διακυβεύεται η ακεραιότητά της σε πολύ δύσκολες στιγμές τα τελευταία τρία χρόνια. Έξωθεν και έσωθεν απειλές εξουδετερώθηκαν. Στην κρίση στη γειτονική της Συρία έμεινε στρατηγικά αμέτοχη. Οι μόνες επιθετικές της ενέργειες είχαν στόχο τους Κούρδους, που σφυροκοπούσε και το Ισλαμικό Κράτος, και τους πρόσφυγες που συνέρρεαν στα σύνορά της. Ξαφνικά, λόγω της εμπλοκής της Ρωσίας στον πόλεμο στη Συρία, η Τουρκία θεωρείται από Ευρώπη και Αμερική χώρα που μπορεί να προσφέρει καταφύγιο στους πρόσφυγες που μέχρι τώρα απωθούσε ή τους έριχνε στην θάλασσα μέσω των δουλεμπόρων που δρουν στα παράλιά της.
Δεν είναι παράδοξο; Η Τουρκία, χωρίς καθόλου να έχει προδιαθέσει για την ανθρωπιστική της στάση απέναντι στους πρόσφυγες, θα επιχορηγηθεί από την Ευρώπη με ένα τεράστιο χρηματικό πόσο, θα διευκολυνθεί στις ενταξιακές της διαπραγματεύσεις, και θα της παρασχεθούν εξωραϊστικές προφάσεις για τις βλέψεις της στο Αιγαίο. Στην Κύπρο, ήδη, με τη βοήθεια της εκκωφαντικής σιωπής και των ίδιων των Κυπρίων, η Τουρκία ολοκλήρωσε το μεγαλεπήβολο έργο της φυσικής της ένωσης με το κατεχόμενο βόρειο Τμήμα, μέσω του γιγαντιαίου αγωγού μεταφοράς τουρκικού νερού στο νησί. Οι εργασίες εξόρυξης του κυπριακού φυσικού αερίου, επίσης, σταμάτησαν με την παρέμβαση της Τουρκίας.
Η Ρωσία ήλθε στη Μεσόγειο για να μείνει. Αυτό το ξέρουν καλά και οι Γερμανοί και οι Αμερικανοί. Είναι αυτοί κυρίως που έχουν το πρόβλημα. Αυτοί, επίσης, έχουν προνομιακή σχέση ιστορική με την Τουρκία. Η Τουρκία εξυπηρετούσε ανέκαθεν τους σχεδιασμούς τους, κυρίως των Αμερικανών, για τον αραβικό κόσμο και την ευρύτερη Μεσόγειο. Αν δεν υπήρχε το Ισραήλ στη θέση κλειδί που βρίσκεται, η Αμερική θα είχε, με τη βοήθεια της Τουρκίας, αλώσει όλη τη βόρειο Αφρική και τη Σαουδική Αραβία. Η Τουρκία, τώρα, προκρίνεται πάλι ως ο μοχλός ανάσχεσης των ρωσικών επιδιώξεων. Είναι η μόνη αδίστακτη και ετοιμοπόλεμη χώρα στην περιοχή.
Με τέτοιες απειλές στα σύνορά μας, θα ήταν εθνική αυτοκτονία να αφεθούμε στη δίνη ενός γεωπολιτικού μας αναπροσδιορισμού. Η εξάρτησή μας από την Ευρώπη, που την πληρώνουμε πολύ ακριβά, είναι η συνθήκη που δεν επιτρέπει στη Γερμανία να μας παρακάμψει στις συνεννοήσεις της με τους Τούρκους. Κάθε φορά που, ιστορικά, ο διπλωματικός διασκελισμός Γερμανίας και Αυστρίας άνοιγε και έφθανε στην Τουρκία, η περιοχή της Μεσογείου, και μάλιστα η Ελλάδα, έμπαινε στο μάτι ενός γεωπολιτικού κυκλώνα. Ο στρατηγικός διασκελισμός του γερμανικού άξονα είχε και έχει να κάνει με τον ανταγωνισμό του με τη Ρωσία. Η έξοδος της Ρωσίας στη Μεσόγειο δεν αφήνει αδιάφορη, όμως, ούτε την ίδια την Τουρκία, που βλέπει η Μεσόγειος να διαπλέεται από ρωσικές αρμάδες, που εκκινούν από το Βορρά της και, τώρα, από τον συριακό Νότο.
Ανεξάρτητα, λοιπόν, από αυτά που θα καταφέρει η ελληνική κυβέρνηση να κάνει για την απάμβλυνση των δεινών που θα σωρεύσει η καινούργια λιτότητα στη χώρα, η σταθερότητα και η συνοχή στο εσωτερικό, θα συνειδητοποιήσουμε οι Έλληνες, είναι κρίσιμο διακύβευμα αυτή την εποχή και επειδή η περιρρέουσα γεωπολιτική ατμόσφαιρα θα ασκήσει κι άλλη πίεση πάνω μας, από ένταση που εύχομαι να μείνει έξω από τα σύνορά μας, και η οποία θα προτιμούσα να μην υπάρχει καθόλου, εννοείται, κυρίως για τους ανθρώπους που τη βιώνουν σε απόσταση αναπνοής από την Ελλάδα… 

Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2015

Το κοινωνικό κράτος


 

Σχολιαστές – δημοσιογράφοι και πολιτικοί - οι οποίοι, μέχρι χθες, ώμνυαν στα μνημόνια, και προέβλεπαν καταστροφές ως αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης που έκανε ο Α. Τσίπρας στην προηγούμενη θητεία του, τώρα βρίσκουν τα μέτρα του τρίτου μνημονίου υπερβολικά. Των προηγούμενων μνημονίων τα μέτρα τα έβρισκαν απολύτως απαραίτητα και, όπως έλεγαν, έπρεπε να τα επιβάλουμε οι ίδιοι στον εαυτό μας. Το χρώμα των μνημονίων, στην πραγματικότητα, ενοχλεί, όχι τα ίδια τα μέτρα. Μέτρα που είχαν γαλάζιο χρώμα – ή γαλαζοπράσινο - ήταν μέτρα εξυγίανσης. Τα επικείμενα νομοθετήματα, επειδή έχουν κόκκινο χρώμα, είναι παράλογα, αντιφατικά με τις εξαγγελλόμενες προθέσεις της κυβέρνησης, σε σύγκρουση με τις ανάγκες και την αντοχή του λαού κτλ.
Αν όντως οι προοδευτικοί δημοσιολόγοι εννοούν τον προοδευτισμό τους, πρέπει να παραδεχθούν ένα πράγμα: κανένας πρωθυπουργός δεν έδειξε, μέχρι τώρα, την αποφασιστικότητα που δείχνει ο Α. Τσίπρας στην εμπροσθοπορεία. Τα μέτρα είναι πολλά, σκληρά, άτεγκτα, και η κυβέρνηση αυτή θα τα πάρει. Μένει να δούμε η "προοδευτική" αντιπολίτευση τι θα κάνει. Ν.Δ. και ΠΑ.ΣΟ.Κ. έπασχαν όταν ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στην αντιπολίτευση αντιδρούσε στις προθέσεις τους να προχωρήσουν, όπως εκείνοι ήθελαν, με τις αποκρατικοποιήσεις και την «εξυγίανση» στο δημόσιο. Το ΠΟΤΑΜΙ και η Ένωση Κεντρώων υπερθεμάτιζαν για την τάξη που πρέπει να μπει και δεν είχε μπει στη διαπραγματευτική περίοδο της προηγούμενης κυβέρνησης. Τώρα;
Δεν περιμένω εκπλήξεις από την αντιπολίτευση. Όπως στη διαδικασία της συζήτησης των προγραμματικών εξαγγελιών της κυβέρνησης, έτσι και στην επικείμενη ψήφιση των επιμέρους νομοθετημάτων, θα αποστασιοποιηθεί από το μνημόνιο που συλλήβδην ψήφισε πριν τις εκλογές. Σε ό,τι αφορά τη Ν.Δ., μάλιστα, θα είναι ευκαιρία, για τους επίδοξους αρχηγούς, να επιδείξουν τη μαχητικότητα και το σθένος τους στην αντίσταση … στα μνημόνια που με δικές τους «πρωτοβουλίες» έγιναν απαραίτητα για την Ελλάδα. Οι διαπρύσιες δηλώσεις τους για υφεσιακά μέτρα που δεν θα ψηφίσουν προϊδεάζουν γι’ αυτά που θα γίνουν.
Την έκπληξη την περιμένω από την κυβέρνηση. Υπολογίζω, μάλιστα, πως θα είναι διπλή. Στο ένα της σκέλος θα αφορά στην ορμή με την οποία θα προχωρήσει στην εφαρμογή των δυσάρεστων νομοθετημάτων. Νομιμοποιημένος ως μνημονιακός πρωθυπουργός, ο Α. Τσίπρας δεν θα διστάσει να εφαρμόσει με συνέπεια όσα συμφώνησε με τους δανειστές. Οι λόγοι είναι δύο. Ο πρώτος είναι ότι αυτόν τον ρόλο του ανέθεσε η συνταγματικά κατοχυρωμένη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος. Και οι υπόλοιποι, φυσικά, που δεν τον ψήφισαν, τον ίδιο ρόλο θα ανέθεταν στους εκλεκτούς τους αν εκλέγονταν. Η διαφορά του Α. Τσίπρα είναι ότι, επειδή δεν κρύβει κάτι από τους Έλληνες, θα εφαρμόσει στο ακέραιο το συμβόλαιο που υπέγραψε, και συνυπέγραψαν στο εσωτερικό και το εξωτερικό Έλληνες και ξένοι συμβαλλόμενοι. Η έκπληξη αφορά στο ότι δεν έχουμε συνηθίσει τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α σε αυτόν τον ρόλο: του εντολοδόχου για μεταρρυθμίσεις για τις οποίες ποτέ δεν εξέφρασε θετική άποψη.
Στο δεύτερό της σκέλος, όμως, η έκπληξη που περιμένω από την κυβέρνηση έχει άλλο χαρακτήρα. Τέτοια έκπληξη δεν θα περίμενα από τον γαλαζοπράσινο εξουσιαστικό συνασπισμό. Ευχής έργο είναι, για κάθε μέτρο που θα παίρνει ο Α. Τσίπρας, επιβαρυντικό για τα μεσαία και χαμηλά εισοδήματα, για τους ανέργους και τους συνταξιούχους, να εφαρμόζει αντίμετρα ικανά να ισοσταθμίσουν τις απώλειες. Ένας τρόπος υπάρχει να καταστούν εφικτά τέτοια μέτρα: το κοινωνικό κράτος. Με ποιους πόρους; θα ρωτήσει εύλογα οποιοσδήποτε. Με τα χρήματα που θα αποφέρουν τα – επικείμενα επίσης - μέτρα πάταξης της παραοικονομίας, απαντώ. Τα χρήματα αυτά, μια έξυπνη κυβέρνηση της αριστεράς δεν θα τα διέθετε για την αποπληρωμή χρεών, αφού αυτά, ούτως ή άλλως, θα εξυπηρετηθούν στο πλαίσιο της συμφέρουσας δανειστικής συμφωνίας. Τα πρωτογενή πλεονάσματα, επίσης, συμφωνήθηκε να είναι χαμηλά.
Τότε, επίσης, θέλω να δω τη στάση που θα κρατήσει η αντιπολίτευση των κομμάτων που προανέφερα. Τότε θα δοθεί, αν το κοινωνικό κράτος λειτουργήσει, η μεγάλη ταξική μάχη στην Ελλάδα. Δεν είναι η φορολογία των μεγάλων επιχειρήσεων που ενοχλεί τη δεξιά, και θα την κάνει να αντιδράσει στην κυβέρνηση. Ούτε οι ίδιοι, άλλωστε, οι υπηρέτες του νεοφιλελευθερισμού, άλλαζαν το επαχθές φορολογικό καθεστώς, γιατί ήξεραν ότι εύκολα παραβιάζεται. Αυτό που δεν θα αντέξουν, θα είναι η ενεργοποίηση των μηχανισμών του κράτους προς όφελος των μαζών που πάσχουν. Για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι αν, τα επόμενα τέσσερα χρόνια, επιδειχθεί μια τέτοια ευαισθησία από τον Α. Τσίπρα, όλο το υπόλοιπο πολιτικό φάσμα θα αποσυντεθεί σε σχηματισμούς ολιγομελών φατριών, ανίσχυρων ή και ανύπαρκτων εκλογικά και πολιτικά. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι, περισσότερο από την εκλογική δύναμη των μαζών, οι εκπρόσωποι αλλότριων συμφερόντων φοβούνται την αφύπνιση των μαζών. Αφυπνισμένες κοινωνικές πλειοψηφίες είναι ικανές όχι μόνο να καταψηφίσουν αλλά και να εξευτελίσουν τους πολιτικούς και άλλους γητευτές τους, που κύριο έργο τους ήταν ο υπνωτισμός των λαϊκών – συμπεριλαμβανομένων των άλλοτε μεσαίων - στρωμάτων…
Δεν εξηγείται αλλιώς η όψιμη μεταστροφική πορεία, με τροχόσπιτα ή με καμιόνια, των υποψηφίων αρχηγών της Ν.Δ., στην κοινωνία στην οποία έστρεφαν, μέχρι τώρα, το μαστίγιο. Το μαστίγιο αυτό, τώρα, το κρατάει άλλος. Δεν έχει – θεωρώ – τον ίδιο στόχο. Αυτό πρέπει να φανεί ακόμα και μέχρι τα Χριστούγεννα ή, τουλάχιστον, μετά την πρώτη αξιολόγηση. Η κυβέρνηση του Α. Τσίπρα θα αξιολογηθεί όχι για την ταχύτητα με την οποία θα ευημερήσουν οι αριθμοί, αλλά για την ταχύτητα με την οποία θα δράσουν τα αναλγητικά αντίμετρα στους πόνους των Ελλήνων πολιτών που θα πληγούν – πάλι – από τα μνημονιακά μέτρα. Ο πολιτικός χρόνος στην Ελλάδα, όπως το θυμικό  των Ελλήνων, τρέχει και αλλάζει πολύ γρήγορα. Είναι αδηφάγος, όπως ο Κρόνος. Προτού να υποχωρήσει η πολιτική παλίρροια που έφερε την Αριστερά στην εξουσία, πρέπει η συνείδηση των Ελλήνων πολιτών να πλημμυρίσει αν όχι με αριστερό, τουλάχιστον με νόημα κοινωνικής αναφοράς σ’ ένα κράτος το οποίο θα συγκολλήσει και δεν θα αποκολλήσει οριστικά τα κομμάτια του κοινωνικού σώματος που ενώθηκαν για να εκλεγεί πρωθυπουργός ο Α. Τσίπρας.

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2015

Εθνική περισυλλογή



Οι προγραμματικές δηλώσεις των κυβερνητικών στελεχών και του Πρωθυπουργού περιείχαν, ευτυχώς, διαπιστώσεις για τις ακραίες κοινωνικές συνθήκες που θα αποτελέσουν το περιβάλλον στο οποίο θα νομοθετούν: «Να συμφωνήσουμε ότι έχουμε ένα ασφαλιστικό σύστημα το οποίο για λόγους που έχουν να κάνουν με το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας, με την υπογεννητικότητα, με τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας, της μαύρης εργασίας – αυτά δεν έγιναν τους επτά μήνες που κυβερνήσαμε - είναι ένα σύστημα που έχει πρόβλημα βιωσιμότητας. …  Ούτε τους ενδιαφέρει και πολύ η προστασία της πρώτης κατοικίας, διότι ακριβώς η λογική της οικονομίας της αγοράς λέει ότι αν έχεις ένα σπίτι στην Κυψέλη και δεν μπορείς να το κρατήσεις, να το πουλήσεις και να πας να αγοράσεις σε μια πιο φτωχή περιοχή, στο Περιστέρι. Κι αν δεν μπορείς και στο Περιστέρι, να πας σε μια ακόμα πιο φτωχή περιοχή, στην Αγία Βαρβάρα. Κι αν δεν μπορείς, να πας στη Σαλαμίνα. Κι αν δεν μπορείς, να μείνεις σε τσαντίρι.» (Από τη δευτερολογία του πρωθυπουργού, στις 08/10/ 2015)
Οι κοινωνικές αυτές συνθήκες δεν διαμορφώθηκαν τώρα. Αποτελούν το μόνιμο κοινωνικό σκηνικό στην Ελλάδα τα τελευταία πέντε χρόνια. Οι έχοντες το γενικό πρόσταγμα, τώρα, θα ήθελαν να «παίζουν» στην πολιτική σκηνή με διαφορετικό σκηνικό. Είναι δύσκολο να το διαλύσουν. Οι βάσεις του είναι γερές. Το σκηνικό αυτό το στερέωσαν κυβερνήσεις, δεκαετίες τώρα, που στίλβωναν τη μηχανή του κοινωνικού αυτοκινήτου από το οποίο είχαν αφαιρέσει τα λάστιχα.
Αυτό το κοινωνικό όχημα βρήκε ο Α. Τσίπρας τον Ιανουάριο, όταν πρωτοανέλαβε την εξουσία. Με το αυτοκίνητο αυτό δεν πήγε πουθενά, και καλείται τώρα να το οδηγήσει – χωρίς ελαστικά – στην κούρσα του διεθνούς οικονομικού ανταγωνισμού, και, μάλιστα, με επιδόσεις που αφήνουν πίσω ακόμα και την πιο γρήγορη φαντασία. Τα προαπαιτούμενα μέτρα που θα φέρει προς ψήφιση στη Βουλή, θα εξασφαλίσουν λίγα καύσιμα. Αυτά θα εξαφανιστούν, όχι επειδή το αυτοκίνητο θα κινηθεί αλλά επειδή η δεξαμενή των καυσίμων είναι τρύπια.
Είναι αφελές να πιστεύει κανείς ότι, ως διά μαγείας, επενδύσεις θα αρχίσουν να ρέουν, από τον πρώτο χρόνο, στον ελληνικό οικονομικό στίβο, άμεσα ενεργοποιήσιμες. Για να βλαστήσει η οικονομική έρημος στην Ελλάδα, πρέπει να διοχετευτούν σε αυτή τεράστιες ποσότητες υδάτων. Τα εγγειοβελτιωτικά έργα της κυβέρνησης, οι νομοθετικές της πρωτοβουλίες, θα πάρουν χρόνο.
Ο χρόνος αυτός είναι πολύτιμος για τους Έλληνες. Αν είναι χρόνος περίσκεψης και προετοιμασίας, τότε το αύριο, στο οποίο όλοι προσβλέπουμε, μπορεί και να μας ανήκει. Η περισυλλογή δεν είναι αυτονόητη κατάσταση για τον Έλληνα. Πολύ περισσότερο, φυσικά, σε συνθήκες δεινής κοινωνικής και ατομικής αστάθειας. Όμως, ούτε στις καλές εποχές ήταν χαρακτηριστικό ελληνικό η περίσκεψη, η μετρημένη συνείδηση, η αυτοκριτική, η πολιτικά κριτική συνείδηση ανθρώπων που ως πολίτες είναι υπεύθυνοι και ως άνθρωποι φιλάνθρωποι.
Τώρα είναι ο καιρός. Και με το ωρίμασμα των Ελλήνων πολιτών πρέπει να συμβαδίσει η ωριμότητα των Ελλήνων πολιτικών. Τέτοια ωριμότητα μόνο από τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. μπορούμε να περιμένουμε. Στη Νέα Δημοκρατία, το πρώην ισχυρό αντίπαλο δέος της ευρωπαϊκής ελληνικής αριστεράς, παραδίδουν, την περίοδο αυτή, σεμινάρια ανωριμότητας. Διεκδικούν την αρχηγία του κόμματος τέσσερις άνθρωποι. Ο καθένας τους διεκδικεί, με τη συμπεριφορά του, έναν τίτλο ανωριμότητας. Ο Τζιτζικώστας του μικρού και βιαστικού, ο Μεϊμαράκης του μεγάλου και επιπόλαιου, ο Γεωργιάδης του ακροδεξιού και γενικά ακραίου, ο Μητσοτάκης του γόνου και πείσμονος επιγόνου. Κοινό τους χαρακτηριστικό μεγάλης ανωριμότητας είναι ότι ο καθένας θέλει την αρχηγία της Ν.Δ. για αποκλειστικά προσωπικούς, δικούς του, πολύ δικούς του λόγους. Αυτό δεν είναι καλός οδηγός για το πολιτικό αισθητήριο των Ελλήνων πολιτών, ούτε καν των ψηφοφόρων της Ν.Δ.
Γι’ αυτό, επαναλαμβάνω, πολιτική ωριμότητα οφείλει να επιδείξει ο κυβερνητικός ΣΥ.ΡΙΖ.Α.. Εν όψει, μάλιστα, του Συνεδρίου του Φεβρουαρίου και της εγγραφής νέων μελών, είναι αδήριτη ανάγκη να αρχίσει από τον Α. Τσίπρα ένα εγχείρημα πολιτικής διαπαιδαγώγησης των μελών του κόμματος, πρώτα, και της ελληνικής κοινωνίας στη συνέχεια, ώστε ο Έλληνας να σταματήσει να ζητάει από το πολιτικό σύστημα αυτό που πρωτίστως οφείλει ο ίδιος να εξασφαλίσει στον εαυτό του. Για παράδειγμα, επιδιώκεται να εισρεύσουν σταδιακά από το ΕΣΠΑ τέσσερα δισεκατομμύρια Ευρώ στην οικονομία. Αυτά τα χρήματα δεν πρέπει να περιμένουν να τα πάρουν συγκεκριμένοι εργολάβοι «αξιοποίησης» των ευρωπαϊκών κονδυλίων, ούτε να πιστεύουν οι πολίτες ότι οπωσδήποτε μέρος από αυτά, επειδή έρχονται στην Ελλάδα, θα διοχετευτούν στην τσέπη τους. 
Οι Έλληνες οφείλουμε να (ξανα)γίνουμε δημιουργικοί ο καθένας για τον εαυτό του πρώτα, και να προσβλέπουμε στο μέλλον που μας θέλει δημιουργικούς, όχι στο μέλλον που θα επιβιώνουμε επειδή βολευόμαστε. Αυτή τη βολή δεν πρέπει να (ξανα)δώσει  κυβέρνηση στην Ελλάδα την εντύπωση ότι μπορεί να την εξασφαλίσει στους πολίτες. Καμία κυβέρνηση δεν θα αρέσει στους Έλληνες αν οι ίδιοι δεν διαπιστώσουμε τι δεν πρέπει να μας αρέσει στον εαυτό μας πρώτα. Τα λάστιχα που λείπουν στο κοινωνικό αυτοκίνητο στην Ελλάδα πρέπει να τα αλλάξουμε μόνοι μας. Δεν πρέπει να περιμένουμε από τον Α. Τσίπρα να το κάνει για λογαριασμό μας. Αυτός μπορεί να μας παράσχει τα εργαλεία. Επειδή, όμως, τα λάστιχα θα αγοραστούν με δικά μας – πάλι – χρήματα, πρέπει αυτή τη φορά να κάνουμε τον κόπο να τα τοποθετήσουμε στη θέση τους, και στη συνέχεια να απαιτούμε τα καύσιμα που θα μπαίνουν στο αυτοκίνητο της Ελλάδας να μην προέρχονται από δικούς μας μόνο πόρους. Τότε το κράτος θα έλθει πραγματικά να συνδράμει· όταν οι ίδιοι το υποχρεώσουμε, με τη διάθεση που θα έχουμε να το βοηθήσουμε, με τη σειρά του κι εκείνο να μας βοηθήσει…
Το σύνδρομο του υπόδουλου λαού, που περιμένει από τους απελευθερωτές ηγέτες του να του δείξουν τον δρόμο, πρέπει να το εγκαταλείψουμε. Μετά από 190 χρόνια ελεύθερου εθνικού βίου, πρέπει τα μάτια μας να έχουν ανοίξει πια. Πρέπει να κοιτάζουμε τους πολιτικούς κατάματα και, όταν μας υπόσχονται … ανεξαρτησία, να τους υπενθυμίζουμε ότι αυτή τη χάσαμε εξαιτίας των προκατόχων τους αμέσως μόλις την ανακτήσαμε, μετά από 400 χρόνια εθνικής υποτέλειας.

Η ανεξαρτησία δεν θα έπρεπε, σήμερα, να είναι ζητούμενο. Ζητούμενο είναι το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος να περιέλθει στα χέρια και – κυρίως – στην καρδιά των πολιτών του. Αυτό σημαίνει ότι την Ελλάδα θα την κρατάμε ανεξάρτητη και αξιοπρεπή οι ίδιοι, με τον επαγγελματικό μόχθο και τη συμπεριφορά μας. Αυτά πρέπει να αξιώνουμε και από τους πολιτικούς: έργα και καλή συμπεριφορά!

                  

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

Τα σκιάχτρα


Δεν είναι το παρουσιαστικό τους, μόνο, που τους προδίδει. Είναι ο λόγος τους. Μιλώ για πλήθος από τους προβεβλημένους αρχιερείς. Αναφέρομαι στις πρόσφατες δηλώσεις τους γι’ αυτό που «τόλμησε» η  Σ. Αναγνωστοπούλου, η υπουργός, να διατυπώσει ως ιδέα για τις διατυπώσεις που μπορεί και να μη χρειάζονται για την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών. Τη χαρακτήρισαν «ανόητη» εκείνοι που εξ επαγγέλματος συγχέουν κάθε νόημα με την αλαζονεία και τη φιλαυτία τους.
            Τα χαρακτηριστικά αυτά, που φιλοσοφικά μιλώντας είναι πάθη, στιγματίζουν αρχιερείς και αρκετούς πολιτικούς, οι οποίοι παίρνουν το δικαίωμα από τη σημαία – όπως λέγαμε στον στρατό – στην οποία ορκίζονται, να θεωρούν το ακροατήριό τους, που ματώνει για την ίδια σημαία, έναν εσμό κρετίνων. Δεν εξηγείται διαφορετικά. Σε ό,τι αφορά τους αρχιερείς, τους μη εκλεγμένους, στο πρόσωπο της υπουργού χαρακτηρίζουν ανόητους όχι μόνο τις χιλιάδες πολιτών που την ψήφισαν, αλλά και όσους ψήφισαν το κόμμα που την ανέδειξε, τις πολλές χιλιάδες. Κι όχι μόνο αυτούς. Και άλλες χιλιάδες πολιτών, πολλές, που στο πρόσωπο αυτών των αυτόκλητων τιμητών της νοημοσύνης μας βλέπουν μόνο κάποια … σκιάχτρα.
            Δεν συνειδητοποιούν ότι η εποχή των σκιάχτρων πέρασε,  ότι οι πολίτες αυτής της δεινοπαθούσας χώρας, οι περισσότεροι θεωρώ, δεν έχουν την αντίληψη πουλιών, που βλέπουν τους δύσμορφους αχυρανθρώπους και τρομάζουν. Οι ίδιοι δεν τρομάζουν, προφανώς, στη σκέψη ότι ένα πλήθος πολιτών τους οικτίρει τουλάχιστον. Δεν πτοούνται επειδή το αίσθημα που απορρέει από την εξουσία τους είναι πανίσχυρο. Ο εκτός κόσμου κόσμος τους, ο περιφρουρημένος από τους ψηλούς τοίχους, τα τείχη της εξουσιαστικής ιεροσύνης, τους καθιστά ψυχικά και στην πραγματικότητα αλώβητους, απροσπέλαστους, ασυγκράτητους.
            Είναι σάπιες οι σάρκες του καθεστώτος αυτού. Η καθεστωτική νοοτροπία αποτυπώνεται στην αποφορά των δηλώσεων των χωρίς έλεος, κάθε φορά που η πολιτειακή εξουσία θα υποψιαστούν ότι θίγει την ψευδεπίγραφη πνευματική τους εξουσία, που άλλο έρεισμα δεν έχει από τον φόβο που προκαλεί στον άνθρωπο ο θάνατος, εκείνος που επικαλούνται εκκλησιαστικά με κάθε ευκαιρία, εκτός ίσως από τα Χριστούγεννα. Και τα Χριστούγεννα ακόμα, βέβαια, ο θάνατος δεσπόζει: των βρεφών από τον Ηρώδη και του ίδιου του Ηρώδη, ο φρικτός. Από την άποψη αυτή ο Ζήσης Παπαδημητρίου, η μεγάλη μας απώλεια των ημερών αυτών, τους έδωσε μια καλή απάντηση, από εκείνες που έδινε, μαχητικός όπως ήταν, σε κάθε ευκαιρία. Ζήτησε να καεί, να γίνει στάχτη, και η στάχτη του να φύγει από την Ελλάδα…
Ο καθεστωτικός Χριστιανισμός διώκει πολλούς δυνάμει πιστούς με διώξεις απρόσωπες, ανώνυμες. Δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς υπουργός με ρηξικέλευθες ιδέες για να εισπράξει τη μανία των ανασφαλών εκμαυλιστών των ρευστών ανθρώπινων συνειδήσεων, που δυσκολεύονται αυτοδύναμα να σκεφτούν για το καλό και το κακό. Από  παιδιά, όταν αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ότι ζούμε ως άνθρωποι, εμβολιαζόμαστε με το αίσθημα της ενοχής γι’ αυτό που είμαστε, ακόμα και για τις σκέψεις μας. Εκείνοι που αναλαμβάνουν τους εμβολιασμούς αυτούς, οι κληρονόμοι της θαυματουργής ένεσης του φόβου για το επέκεινα, έχουν αντισώματα οι ίδιοι. Δεν φοβούνται ούτε το τώρα ούτε το μετά αυτής της ζωής. Δεν εξηγείται διαφορετικά η άνεση με την οποία καταδικάζουν τους άλλους, η αυστηρότητα με την οποία τους επιτιμούν για αδυναμίες που έχουν στον υπέρτατο βαθμό οι ίδιοι, για εγκλήματα που διαπράττουν από προνομιακή θέση μόνοι τους.
Η ηθική και η μεταφυσική σκέψη είναι πολύ δύσκολες, για να πιστεύει κανείς ότι εξειδίκευση έχουν στους τομείς αυτούς προχειρολόγοι αφοριστές και αναμασητές μεταφυσικών δογμάτων διατυπωμένων από «αυθεντίες» που ελέγχονται για τις θεωρητικές αφετηρίες και τα συμπεράσματά τους. Τα ηθικά και μεταφυσικά δόγματα, όμως, δεν χρειάζεται να είναι κανένας ιερέας για να τα χρησιμοποιεί και να τα «καταλαβαίνει». Χρειάζεται, όμως, να έχει εξουσία για να τα διασπείρει, να τα κατακερματίζει νοηματικά και να τα εκμεταλλεύεται για να συντηρεί την εξουσία του. Όσοι το έχουν αναγάγει αυτό σε τέχνη είναι υπόλογοι για την κοινωνική τους δράση και συμπεριφορά, για το προσωπικό τους ύφος. Η εκκλησία δεν είναι προαιώνιο οικοδόμημα. Κατασκευάστηκε με ηθικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς εκβιασμούς και συντηρείται με τον ίδιο τρόπο.
Πρόσφατο και έσχατο αισθητικά και ηθικά παράδειγμα, είναι ο αφορισμός ενός θεολόγου στην Κύπρο, ο οποίος για λόγους πολιτικής αναγνωρισιμότητας ασκούσε κριτική στην επίσημη εκκλησία. Οι δύο πολιτικές συγκρούστηκαν, και ο θεολόγος βρέθηκε αφορισμένος. Έντρομος ότι θα χάσει τις ψήφους από τη χριστεπώνυμη μάζα, ξέχασε την παρρησία του και, απολογητικός, μπροστά στην υπέρτατη εξουσία ενός νησιού που έχασε το μέτρημα των εξουσιών που βιάζουν το σώμα του, ανέκρουσε την επαναστατική του πρύμνη και … συνεβλήθη.
Η Ανατολική Εκκλησία συναγωνίζεται σε ηθική κατάντια τη Δυτική. Ο αγενής αυτός ανταγωνισμός προετοιμάζει το έδαφος για τον πόλεμο των θρησκειών στον σύγχρονο κόσμο. Παρεμπιπτόντως, δεν μπορώ να εξηγήσω σε άλλο πλαίσιο την απουσία των ράσων από τις επιχειρήσεις διάσωσης και αλληλεγγύης στους πάσχοντες μετανάστες που ξεβράζει το Αιγαίο στα νησιά, και σε όσους στοιβάζονται στις γειτονιές των Αθηνών… Ένας είναι ο λόγος: είναι Μουσουλμάνοι…