Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

Πολιτικοί ή ιδιώτες; Οι εκλογές στην Κύπρο


Ο φετινός Ιανουάριος δείχνει στο μεσουράνημα του καινούργιου χρόνου εκλογές για την Κύπρο, το ξεκίνημα μιας καινούργιας εποχής για την πολιτική ζωή του τόπου. Τα τελευταία τρία χρόνια η Κύπρος μέτρησε πληγές και ασθένειες δυσανάλογες της επουλωτικής δύναμης του πολιτικού οργανισμού της, ασύμμετρες για την ανοσοποιητική ισχύ του πολιτικού της συστήματος.
Η παθογένεια της διαπλοκής επίορκων θεσμικών λειτουργών με κερδοσκόπους τυχοδιώκτες, η αδιαφορία και η συγκάλυψη της διαπλοκής από αμοραλιστές πολιτικούς παράγοντες καθώς και η αμηχανία του κοινωνικού σώματος δεν είναι πρόσφατα φαινόμενα, φυσικά. Τα τελευταία χρόνια, όμως,  δεδομένης της οικονομικής δυσπραγίας που κατέληξε με την ευρωπαϊκής έμπνευσης αφαίμαξη των καταθέσεων από τις κυπριακές τράπεζες, η σήψη απογείωσε τον πολιτικό πυρετό και τα πολιτικά ζητήματα γίνονται επείγοντα από χλιαρά που ήταν.
Η πολιτική, όμως, είναι οι πολιτικοί. Αυτό που δεν μπορούν να παράξουν οι πολιτικοί ως ήθος δεν μπορεί να χαρακτηρίζει τη γενικότερη κατάσταση του κοινωνικού σώματος. Στις επερχόμενες εκλογές, λοιπόν, θα κριθεί το κριτήριο των πολιτών για την επιλογή των πολιτικών που θα τους εκπροσωπήσουν. Ένα είναι το κριτήριο: όσοι προαλείφονται για  βουλευτές είναι καλύτερα να παραμείνουν ιδιώτες ή πρέπει να τους δοθεί άδεια εισόδου στο Κοινοβούλιο;
            Το δίλημμα, δυστυχώς, παίρνει σάρκα και οστά εξαιτίας της συμπεριφοράς συγκεκριμένων βουλευτών μεγάλου κόμματος, που κρίνεται ακόμα και ποινικά ελέγξιμη. Είναι προφανές: όσοι υπερθεματίζουν για το προσωπικό τους θυμικό, που τους καθιστά έρμαια των πιο άλογων ενστίκτων, είναι καλύτερα να παραμένουν ιδιώτες. Η πολιτική διαγωγή τέτοιων πολιτικών δεν μπορεί να μην επηρεάζεται από την ανάγκη τους να εκφράσουν όσα ακόμα και ως ιδιώτες θα έπρεπε να διστάζουν να εκδηλώνουν ως συμπεριφορά.
            Ο πολιτικός δεν μπορεί καθεαυτόν να ανήκει στον εαυτό του. Όπως ούτε ο δάσκαλος ούτε ο γιατρός. Αν αναφερόμαστε σε λειτουργήματα, μάλιστα, και λάβουμε υπόψη την αναλογία της ευθύνης του καθενός για την πόλη, προφανώς ο πολιτικός είναι αδιανόητο να έχει τον χρόνο ή την πολυτέλεια να σκέφτεται ή να φροντίζει για τον εαυτό του. Τα άλλα δύο επαγγέλματα, του δασκάλου και του γιατρού, έχουν εργασιακό χρόνο, πολύ εκτεταμένο. Του πολιτικού το επάγγελμα δεν έχει. Είναι όλος ο χρόνος του, και κυρίως όλος ο εαυτός του.
            Όσο για τον χαρακτηρισμό «επάγγελμα», αλίμονο αν δεν τονίζουμε ότι η πολιτική είναι επάγγελμα. Κάθε επαγγελματίας κρίνεται γι’ αυτό που παράγει ως κοινωνικό έργο και υπόκειται στις συνέπειες της κοινωνικής κρίσης, θετικές ή αρνητικές, για το έργο του. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τους πολιτικούς, που τους ορίζω, εγώ προσωπικά, ως τους προστάτες της πόλης, της χώρας, ως τους επαγγελματίες ενδιαφερομένους για τους πολίτες, για τους ιδιώτες. Οι ιδιώτες δεν αναμένεται να επαγγέλλονται ό,τι οι πολιτικοί. Οι πολιτικοί, οπωσδήποτε, αναμένεται να μη συμπεριφέρονται ως ιδιώτες. Καλή αρχή, μ’ αυτές τις σκέψεις, στην προεκλογική περίοδο!

Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016

Η οικουμενική ουτοπία


Η ιδέα για μια οικουμενική κυβέρνηση τεχνοκρατών είναι του Β. Λεβέντη. Την επαναλαμβάνει μονότονα, με την επιμονή του πολιτικού αντιπάλου που θέλει η κυβέρνηση να αποτύχει. Αυτή η επιμονή, ήδη, είναι αντένδειξη για την επίτευξη οποιασδήποτε οικουμενικής συνεννόησης στην Ελλάδα. Η ίδια επιμονή χαρακτηρίζει όλους τους πολιτικούς αντιπάλους της κυβέρνησης του Α. Τσίπρα. Το είδαμε χθες, στην «επίθεση» του ΠΑΜΕ στο Μαξίμου. Το ακούμε και στη ρητορική των διεκδικητών του προεδρικού θώκου της Νέας Δημοκρατίας, εβδομάδες τώρα.
Για να επιτύχει οποιαδήποτε οικουμενική συνεννόηση στην Ελλάδα, η σύμπηξη μιας οικουμενικής κυβέρνησης, τεχνοκρατών ή πολιτικών, πρέπει το πολιτικό προσδοκώμενο να είναι μιας πολιτικής επιτυχίας χωρίς κομματικό πρόσημο. Αυτό δεν μπορεί να το θέλουν κόμματα εξαρτημένα, για την επιβίωσή τους, από τη νομή της κυβερνητικής εξουσίας. Η Ένωση Κεντρώων, όμως, αν ευοδωνόταν η πρότασή της, θα αποκτούσε ισχυρή (συγ)κυβερνητική προοπτική επειδή θα σχετικοποιείτο η δύναμη των μεγάλων κομμάτων.   
Το παράδοξο, φυσικά, στην ελληνική συγκυρία των τελευταίων ετών, είναι ότι η οικουμενική κυβερνητική εκδοχή δεν είναι επιλογή του πολιτικού συστήματος παρόλο που η κυβερνητική αυτάρκεια δεν είναι εξασφαλισμένη για κανένα μεγάλο, ακόμα και συνεργατικό, πολιτικό σχηματισμό. Η δεινή οικονομική εξάρτηση από τα δανεικά των δανειστών που μας δανείζουν για να πληρώνουμε τα δάνειά τους, δεν επιτρέπει σε καμιά πολιτική εξουσία τη μακρόπνοη επιβίωση, γιατί η ίδια η επιβίωση της χώρας διακυβεύεται από την οικονομική δυσπραγία. Είναι σαν τα πολιτικά κόμματα να διεκδικούν την ιδιοκτησία μιας πηγής στην έρημο που όσο την πλησιάζουν απομακρύνεται, επειδή πρόκειται για οφθαλμαπάτη…
Η κυβέρνηση του Α. Τσίπρα δικαιωματικά και συνταγματικά ορθώς διεκδικεί την ολοκλήρωση της θητείας της και τείνει στους πολιτικούς της αντιπάλους χείρα συνεργασίας. Ούτως ή άλλως, τα μέτρα που παίρνει, τα δυσάνεκτα για το κοινωνικό σώμα, δεν εκπλήσσουν την αντιπολίτευση. Παρόμοια μέτρα πήραν οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Τη Ν.Δ. δεν την ενοχλούν τα ίδια τα μέτρα, αλλά το γεγονός ότι ο Α. Τσίπρας διεκήρυττε ότι δεν θα εφαρμόσει τέτοια πολιτική. Επομένως, ουσιαστική διαφορά στη διαχείριση της δημοσιονομικής δυσπραγίας δεν θα υπήρχε, και μια οικουμενική κυβέρνηση δεν θα έκανε κάτι διαφορετικό, τουλάχιστον στην οικονομική πολιτική.
Από την άποψη αυτή, η συζήτηση για την οικουμενική πολιτική συνεννόηση είναι κενή περιεχομένου. Το ανέφικτο ενός οικουμενικού πολιτικού καθεστώτος αφορά εκτός από το ελληνικό ανεφάρμοστο του πράγματος και στο ανώφελο μιας τέτοιας κατάστασης. Όσο για τον μύθο των τεχνοκρατών, αποδυναμώνει στη συνείδηση των πολιτών την προοπτική της επιτυχίας μιας κυβέρνησης πολιτικών. Οι τεχνοκράτες δεν θα εφήρμοζαν διαφορετική πολιτική από τους πολιτικούς που καθοδηγούνται από τεχνοκράτες ή είναι οι ίδιοι τέτοιοι.
Η οικουμενικότητα στην Ελλάδα, όπως σε κάθε πάσχουσα πολιτεία, δεν αφορά στο πολιτικό προσωπικό της χώρας αλλά στους πάσχοντες πολίτες, οι οποίοι αισθάνονται την οικουμενική τους ανέχεια να εδραιώνεται. Μπροστά στην ανέχεια αυτή η πολιτική ωχριά όχι γιατί δεν καταφέρνει να είναι οικουμενική αλλά γιατί δεν μπορεί να γίνει θαυματουργή…
Τέλος, οικουμενική διακυβέρνηση στην παρούσα, απόλυτα δυσχερή για την πλειοψηφία των πολιτών συγκυρία, θα σήμαινε ολοκληρωτική, απολυταρχική εξουσία, ταγμένη στη διεκπεραίωση εξοντωτικών πολιτικών, για τις οποίες οι πολίτες δεν θα είχε νόημα να διαμαρτυρηθούν. Ποιος θα εκπροσωπούσε τότε την κοινωνική αντίδραση; Οι αναρχικοί αριστεροί ή οι αναρχικοί ακροδεξιοί; Ή και οι δύο αναρχικές απολήξεις του πολιτικού αδιεξόδου; Μια τέτοια πολιτεία θα ήταν αβίωτη. Θα ήταν μια πολιτεία σε εμπόλεμη κατάσταση των δυνάμεων των συνασπισμένων πολιτικών από τη μια και των άναρχων πολιτών από την άλλη… Το κράτος των πρώτων, φυσικά, θα ήταν ο νικητής, και η Ελλάδα ένα οικτρό πεδίο οικουμενικής, εμφύλιας διαμάχης!