Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Κρίση και κριτική στην Ελλάδα του σήμερα...

Η κρίση είναι δεδομένη. Γίνεται πολύς λόγος, βέβαια, για κρίση αξιών, θεσμών και, μαζί, για την οικονομική κρίση. Ο λόγος για άλλες κρίσεις, θεωρώ, πέρα από την οικονομική, γίνεται περισσότερο στην Ελλάδα, και λιγότερο ή καθόλου σε άλλες χώρες που πέρασαν ή περνούν την ίδια κρίση με την ελληνική, ή γενικότερα στη Δύση. Για την υπόλοιπη Δύση η κρίση είναι περισσότερο ή ακραιφνώς οικονομική και τίποτε άλλο.

Αυτό είναι ένα πρώτο δείγμα της κριτικής που ασκείται για την κρίση και εν μέσω κρίσης: «η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική». Είναι ενδεικτικό αυτό για τα εξής: α) την αδυναμία να καταλάβουμε γιατί η κρίση είναι οικονομική και β) την απροθυμία να παραδεχθούμε ότι δεν τα καταφέρνουμε οικονομικά. Αρχίζοντας από το δεύτερο: είναι σαν να προτιμάμε να παραδεχθούμε ότι έχουμε προβλήματα σοβαρότερα από το οικονομικό, θεμελιακότερα, ουσιαστικότερα, προκειμένου να μην αντιμετωπίσουμε το ίδιο το πρόβλημα κατά πρόσωπο. Αν συμβαίνει αυτό όμως, και έρχομαι στο πρώτο, είναι επειδή δεν κατανοούμε γιατί η κρίση είναι οικονομική.
Αν όντως δεν το κατανοούμε, τότε η αντίληψή μας της σύγχρονης πραγματικότητας δεν είναι επαρκής. Δεν έχουμε καταλάβει, δηλαδή, ότι όπως εξελίσσεται ο κόσμος, όλοι είναι ελεύθεροι να πετύχουν οικονομικά, αλλά εκείνοι που προλαβαίνουν να πετύχουν διακυβεύουν την οικονομική επιβίωση των υπολοίπων. Και για να μη θεωρηθεί ότι υστερούν σε κάτι εκείνοι που καθυστερούν, σπεύδω να πω ότι η έγκαιρη οικονομική επιτυχία είναι κυρίως υπόθεση όχι μιας ανθρώπινης ζωής που, στις μέρες μας, οικονομικά αρχίζει στα τριάντα περίπου χρόνια, αλλά υπόθεση γενεών επιτυχημένης οικονομικής πορείας, που καθιστά τους επιγόνους προπορευόμενους σημαντικά από εκείνους που μόλις αρχίζουν, χωρίς να έχουν ιστορία οικογενειακή κοινωνικής επίπλευσης.
Πολύ περισσότερο σήμερα, φυσικά, που ο κόσμος της οικονομίας είναι ορθάνοιχτος, την οικονομική επιβίωση των ανθρώπων στην Ελλάδα διακυβεύει η επιθετική οικονομική πολιτική και συνδιαλλαγή με ανθρώπους απ’ όλον τον κόσμο, που δεν ερωτούν αν αντέχει η ελληνική οικονομία την επιδρομή τους. Ούτως ή άλλως, όμως, ιστορικά, το ίδιο συνέβαινε ανέκαθεν. Κάποιοι προνομιακά τοποθετημένοι στην ιστορία εξαιτίας ενός οικογενειακού παρελθόντος επαρκώς επιτυχούς, προπορεύονται σε σχέση με άλλους, μη προνομιακά τοποθετημένους στο ιστορικό κοινωνικό γίγνεσθαι. Τίποτα καινούργιο, από την άποψη αυτή, τίποτα περίεργο, τίποτα που δεν μπορούμε να καταλάβουμε αν αποφασίσουμε να αντικρίσουμε τα πράγματα όπως είναι, αντιστεκόμενοι στο φόβο που εγκυμονεί η κατά πρόσωπο αντιμετώπιση μιας πραγματικότητας που δεν μας ευνοεί και μας αγχώνει.
Τώρα, επειδή αναφέρθηκα στην τάση μας να αναφερόμαστε και σε άλλες κρίσεις, πέραν της οικονομικής, για να δικαιολογήσουμε την αδυναμία μας να ανταπεξέλθουμε στο πάντα ανταγωνιστικό κοινωνικό πλαίσιο και συγκείμενο, οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι τέτοιες σκέψεις γίνονται παρελκυστικές και μάλιστα αποπροσανατολίζουν επικίνδυνα όταν τα προβλήματα διακυβεύουν την επιβίωσή μας καθεαυτή. Ο λόγος για την ηθική κρίση, ας πούμε, την κρίση αξιών και τη διαφθορά, δεν είναι λόγος που τον αρθρώνουν εκείνοι που δεν έχουν αξίες και εξαπατούν και διαπλέκονται. Είναι λόγος που διατυπώνουν όσοι υφίστανται και πάσχουν από τις ηθικές αυθαιρεσίες των άλλων. Δεν αναγνωρίζουμε, επίσης, όταν μιλάμε για τις μη οικονομικές κρίσεις, ότι είναι η οικονομική κρίση που τις φέρνει στην επιφάνεια. Αν όλοι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, απολαμβάναμε ευμάρεια επαρκή, δεν θα μας απασχολούσε τόσο που κάποιοι παρανομούν για να το πετύχουν.
Τώρα, όμως, που οι περισσότεροι δυσκολεύονται ενοχοποιείται η ανέκαθεν θάλλουσα παρανομία. Τώρα, σημαίνει, βλέπουμε εκείνο που υπήρχε αλλά νομίζαμε δεν μας επηρεάζει. Είναι επειδή τότε που ως δημόσιοι υπάλληλοι, ας πούμε, αμειβόμασταν ικανοποιητικά, δεν συνειδητοποιούσαμε ότι εκείνοι που «φρόντιζαν» να μην έχουμε σοβαρά παράπονα, κέρδιζαν πολύτιμο χρόνο για να θησαυρίζουν. Τώρα που το καταλαβαίνουμε, συνειδητοποιούμε ότι είναι αργά. Παρήλθε το κρίσιμο διάστημα, όμως, που έπρεπε να αντιδράσουμε, και υφιστάμεθα αδιέξοδα τις συνέπειες της αδυναμίας μας να καταλάβουμε τι γινόταν όταν προετοιμαζόταν η κρίση που βιώνουμε σήμερα.
Σήμερα, λοιπόν, ασκείται μια πολυσχιδής κριτική, που μας εκφράζει ποικιλοτρόπως. Το ερώτημα είναι: μας εκφράζει; Γιατί, αν υπομένουμε τον κόσμο που δεν μας εκφράζει στην Ελλάδα, σήμερα, είναι επειδή η κριτική, όπως ασκείται, διαμορφώνει την αντίληψή μας του κόσμου μας έτσι ώστε να ζούμε υπομένοντας και περιμένοντας. Ζούμε στον κόσμο της κριτικής της κρίσης μας. Φυσικά, κάποιος μπορεί να μου πει, ούτε υπομένουμε πια ούτε περιμένουμε τίποτα. Αυτό επιτρέψτε μου να το εξετάσω στο τέλος.
Προς το παρόν, ας δούμε: με ποιον τρόπο ασκείται κριτική σε όσα μας πιέζουν σήμερα; Ασκείται, πρώτα, ο κοινοβουλευτικός έλεγχος απ’ όλους, σε όλα τα κόμματα, προς όλους. Πρόκειται για μια συνεπτυγμένη στον εαυτό της κριτική, που την ακούν οι πολίτες αδρανείς, είτε συμφωνούν είτε διαφωνούν. Πολιτική κριτική ασκείται από τους πολιτικούς και από τα μέσα ενημέρωσης. Επίσης αδρανείς οι πολίτες, παρακολουθούν ανθρώπους να μιλάνε γι’ αυτούς αλλά χωρίς να μπορούν να αρθρώσουν λόγο, να παρέμβουν στις συζητήσεις αυτές, να διαφωνήσουν με όσα λέγονται γι’ αυτούς. Το ίδιο ισχύει και με την κριτική που ασκείται από δημοσιογράφους. Γίνεται λόγος για τους πολίτες απόντων των πολιτών, οι οποίοι, ωστόσο, ικανοποιούνται περισσότερο, γιατί, υποτίθεται, αρκετοί δημοσιογράφοι ασκούν κριτική στους πολιτικούς. Οι πολίτες, όμως, παραμένουν θεατές, παθητικοί και αδρανείς…
«Δημοσιογραφικά», βέβαια, ασκούν και οι πολίτες κριτική σήμερα, μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, είτε αναπαράγοντας τον δημοσιογραφικό λόγο, είτε γράφοντας οι ίδιοι αυτά που σκέφτονται. Εξαιτίας των μέσων αυτών, επίσης, συναθροίζονται εύκολα οι πολίτες σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας. Κοινωνικά κινήματα όπως το «Δεν πληρώνω», η «Σπίθα» του Μίκη Θεοδωράκη ή οι «Αγανακτισμένοι» δεν θα ήταν εφικτά χωρίς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όμως, και αυτή η κριτική εξαντλείται στην ίδια της τη φύση, η οποία είναι της μη πολιτικά οργανωμένης διαμαρτυρίας, της μη πολιτικά σημαντικής αντίδρασης. Υπάρχει, βέβαια, και η σάτιρα, η από τηλεόρασης, με πολιτικές διαστάσεις. Σατιρικές εκπομπές, με ζωντανό κιόλας κοινό, αποφορτίζουν την ένταση της ανάγκης των πολιτών για κριτική, και γίνονται η φωνή τους, που τη συνοδεύουν σαρκαστικά γέλια ή ειρωνικά μειδιάματα ή πικρά χαμόγελα. 
Αυτός είναι ο κόσμος μας της κριτικής για την κρίση, και «χάρη» σε αυτόν η κρίση διαιωνίζεται με την ανοχή μας, αφού η έκφραση της κριτικής άποψης για τα πράγματα εκφορτίζει σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη μας για αντίδραση. Αυτό, φυσικά, δεν ισχύει μόνο για την Ελλάδα. Ισχύει και για την πιο σκληρή κριτική, που ασκείται από τους πιο δεινούς κριτικούς στην πιο ύποπτη πολιτική, για παράδειγμα την αμερικανική. Θυμηθείτε, ας πούμε την κριτική του φιλμ 9/11 στην πολιτική Μπους και στον ίδιον τον Μπους.
Η μεγάλη πολιτική πρόκληση, μετά απ’ όσα είπαμε, καταλαβαίνουμε φυσικά ότι είναι η επινόηση μιας κριτικής μεθόδου, ενός κριτικού λόγου, ο οποίος δεν θα ικανοποιεί μόνο την ανάγκη μας για κριτική, αλλά θα είναι υποσχετικός μιας άλλης μορφής ζωής από εκείνη που ζούμε και δεν μας αρέσει και έχουμε την ανάγκη να την κρίνουμε, και υιοθετούμε τις κριτικές απόψεις που εκφράζονται δημόσια γι’ αυτή. Οι κριτικές όμως απόψεις, αυτές που αναφέραμε, παρέχουν εναλλακτική θέα της πραγματικότητας, και μαζί ιδέες για μια εναλλακτική πραγματικότητα; Γιατί αυτό έχει σημασία πολιτικά και κοινωνικά, από κάθε άποψη: η κριτική να μας απαλλάσσει από το βάρος μιας πραγματικότητας που ασθμαίνουμε να την αισθανόμαστε να βαραίνει πάνω μας.

Για να μη μακρηγορώ: η εναλλακτική πραγματικότητα που περιμένουμε να εμπνευστούμε από την κριτική, θα προέλθει μόνο από τον εναλλακτικό κριτικό λόγο, από την προσπάθεια κριτικών να ξεπεράσουν την ευκολία της αναπαραγωγής της υπό κρίση πραγματικότητας με τον λόγο τους. Έτσι μπορεί να γίνει και η αρχή για μια εναλλακτική πολιτική κίνηση. Άλλωστε, μπορείτε να το διαπιστώσετε εύκολα. Τίποτα δεν είναι σημαντικό αν δεν είναι πολιτικά σημαντικό και υπολογίσιμο.
Είναι εύκολο και αυθόρμητο και αυτόματα συμβαίνει να τονίζουμε οι άνθρωποι τις διαφορές μας με τη συμπεριφορά μας, και την απόσταση, έτσι, που μας χωρίζει μεταξύ μας, να την πλαταίνουμε και να τη βαθαίνουμε. Την «τέχνη» αυτή την ξέρουμε καλά, ενστικτωδώς. Είναι επειδή αυθόρμητα, παιδιάστικα, υποκύπτουμε στην ανασφάλεια που ξεχειλίζει με το αίσθημα ότι η παρουσία του άλλου μάς απειλεί. Το αίσθημα είναι σωστό πολλές φορές. Κυρίως όταν εκπέμπουμε εμείς το σήμα ότι απειλούμε τους άλλους, με τον λόγο, τη συμπεριφορά και τα έργα μας. Προτρέχουμε να προκαλέσουμε ανασφάλεια για να μην την αισθανθούμε οι ίδιοι…
Κι όλη η πολιτική, εσωτερική και διεθνής, αυτό το παιχνίδι είναι: της υποβολής στους άλλους του αισθήματος του φόβου. Μια άσκηση κοινωνική, άρσης του καταλυτικού αυτού αισθήματος, και μαζί εμπέδωσης της ανάγκης της αλληλεγγύης, είναι να οργανωθούν πορείες στις οποίες οι άνθρωποι θα περπατούν προς τα πίσω, χωρίς να βλέπουν πίσω τους. Θα αφήνονται με εμπιστοσύνη σε όσους οπισθοχωρούν πίσω τους, για να μην πέσουν και να μη χτυπήσουν. Κι όσο πιο πίσω πάμε, τόση περισσότερη εμπιστοσύνη θα χρειάζεται, για να μην πέσουν όσοι προπορεύονται οπισθοχωρώντας πάνω μας… Αστειεύομαι, και δεν αστειεύομαι…
Η πολιτική πραγματικότητα στην Ελλάδα εξαντλείται μέρα με την ημέρα. Η κοινωνική πραγματικότητα διαλύεται. Πολύτιμος χρόνος χάνεται από ανθρώπινες ζωές, που δεν είναι απεριόριστες. Όταν σκεφτόμαστε για μας, για το πώς πρέπει να ζήσουμε, για να καταλάβουμε αν σκεφτόμαστε σωστά, και χωρίς ψευδαισθήσεις, πρέπει να μπορούμε να σκεφτούμε πώς θέλουμε να ζήσουν τα παιδιά μας. Σε ποια Ελλάδα; Σε μια χώρα που θα νομίζουν ότι μπορούν να εμπιστευτούν τους συμπολίτες – συμπατριώτες τους; Σίγουρα έχουμε αυτή τη χώρα; Αν όχι, πρέπει να αρχίσουμε να τη φτιάχνουμε, ή να προσπαθήσουμε, αν θέλουμε τα παιδιά μας να προλάβουν να ζήσουν σ’ αυτή.
Το επόμενο πολιτικό σύνθημα, επομένως, για την Ελλάδα του μέλλοντος, θα πρέπει να είναι: «εμπιστοσύνη». Όσοι δεν μπορούν να την αισθανθούν, δεν θα θέλουν να συμμετάσχουν στο πολιτικό κίνημα που μας υπόσχεται μέλλον… Κι έτσι θα ξέρουμε πόσοι είμαστε!

Κινηματογράφος "Δεξαμενή", Κολωνάκι, 13/07/2016