Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

Ν.Δ.: το έπος της διάλυσης



Τι απέμεινε αναρωτιούνται, δικοί της και αντίπαλοι,  από τη Νέα Δημοκρατία; Αυτό που υπήρχε, υποστηρίζω· δεν άλλαξε κάτι. Με το φιάσκο των εκλογών τους, απλώς, επιβεβαιώθηκε η παντελής έλλειψη εσωτερικής συνοχής και οργανωτικής συγκρότησης του κόμματος, ελλείψει του «μεγάλου αρχηγού». Ανέκαθεν η Ν.Δ. ήταν η οργανωμένη κομματική έκφραση της πολιτικής  προσωπολατρίας  στην ελληνική κοινωνική ζωή. Οι ιστορικοί «χαρισματικοί» της ηγέτες, τα απολιθώματα σκοτεινών περιόδων της ελληνικής ιστορίας, επανέκαμψαν μετά την επταετία των φαντασμάτων ως «φρέσκοι» εκπρόσωποι του πολιτικού πολιτισμού στην Ελλάδα.
Ο ελληνικός λαός, ο πολιτικά απολίτιστος με ευθύνη των ίδιων αυτών προσώπων από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά, ψήφιζε στα πρόσωπά τους, από το ’74 , θολές αναμνήσεις από εποχές που ο Καραμανλής, ο Ράλλης και ο Μητσοτάκης ήταν φωτογραφίες με πλαίσιο σε εφημερίδες που οι περισσότεροι Έλληνες δεν ήξεραν να διαβάσουν. Υπερφίαλοι στον πυρήνα τους, αλλά με την εμφάνιση του συνετού, ηγετίσκοι, μαριονέττες στα χέρια των ξένων ταγών του ελληνικού έθνους προ Χούντας, αναβαθμίστηκαν σε εθνικούς διασώστες της Μεταπολίτευσης, «καθαροί» από την καπνιά εποχών που οι Έλληνες καίγονταν όπως το κάρβουνο στα τραίνα της δεκαετίας του ‘40, του ‘50.
Ο τελευταίος, εξ αντανακλάσεως λόγω καταγωγής, τέτοιος ηγέτης της Ν.Δ., ήταν ο Κ. Καραμανλής, ο ανιψιός. Αυτός, αποδείχθηκε, ήταν η τελευταία μαγική εικόνα της ελληνικής πολιτικής ζωής και ιστορίας. Άνθρωπος επιλεκτικά οικείος, όπως ο θείος του, κατά τα άλλα παθολογικά αδιάφορος, όπως ο θείος του, κυβέρνησε χωρίς να το καταλάβει, δυνάμει ενός κομματικού και ευνοιοκρατικού μηχανισμού που λειτουργεί όταν η Ν.Δ. έχει κεφαλή, έστω και ανδρείκελου. Όταν ο έτερος εξ αντανακλάσεως οικογενειακής «ηγέτης», του διαγγέλματος του Καστελόριζου, στέρησε από τη δεξιά την εξουσία, ο Κ. Καραμανλής, ως μαγική εικόνα, άλλαξε αμέσως όψη. Πήρε τη μορφή με την οποία αισθανόταν καλά, του ανθρώπου που κληρονόμησε τον κόσμο των σκιών της δεξιάς, και πέρασε και ο ίδιος σε αυτόν τον κόσμο: ο σκιώδης πρωθυπουργός μιας δυναστείας δημοσιογράφων ιεροκηρύκων και καλόγερων επιχειρηματιών...
Το αρχηγικό χρίσμα στον Α. Σαμαρά, στη συνέχεια, ήταν ο προάγγελος της κατάρρευσης του δεξιού οικοδομήματος, στο οποίο ο Σαμαράς είχε βάλει τους δυναμίτες ως υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Μητσοτάκη, είκοσι χρόνια πριν. Ο εφιάλτης της οικογένειας Μητσοτάκη είχε επιστρέψει, και το φυτίλι στους δυναμίτες είχε ανάψει ο Κ. Καραμανλής, σαν να μην ήθελε πίσω του, μετά την αποχώρηση και τη συνταξιοδότησή του, να μείνει τίποτα από το κόμμα του θείου του, το οποίο μαγάρισαν τα χέρια του Κρητικού αντιπάλου του από τη δεκαετία του ’60, του μεγάλου Αποστάτη.  
Ο Α. Σαμαράς, αποχωρώντας κι αυτός, έδωσε το χρίσμα  στον Ε. Μεϊμαράκη, για να καεί το φυτίλι πολύ γρήγορα… Έτσι και κάηκε! Με την ανάδειξη του Μεϊμαράκη ως μεταβατικού Προέδρου, ο Α. Σαμαράς ήξερε ότι θα έκαιγε το τελευταίο χαρτί μιας υποφερτής αρχηγίας στη Ν.Δ., που θα εξέφραζε το σύνδρομο της αρχηγοπληξίας των οπαδών της. Θα προκαλούσε, όπως έγινε, ρήξη στον αδελφικό δεσμό των παιδιών του Μητσοτάκη, της Ντόρας και του Κυριάκου, αφού η Ντόρα, χωρίς κομματικά ερείσματα για να αναδειχθεί αρχηγός, θα προσπαθούσε να στηρίξει τον Ε. Μεϊμαράκη, και ο Κυριάκος, που δεν είχε ελπίδα με τον Μεϊμαράκη αρχηγό, αφού τον είχε προσεταιριστεί η αδελφή του, θα επεδίωκε να γίνει ο ίδιος αρχηγός, εκμεταλλευόμενος τις αντίπαλες του Μεϊμαράκη δυνάμεις μέσα στο κόμμα.
Παράλληλα, όμως, ο Σαμαράς ενεθάρρυνε υπόγεια την υποψηφιότητα του Α. Γεωργιάδη, στον οποίο ο ίδιος είχε ανοίξει τα άδυτα της Ν.Δ., και τον είχε εγκαταστήσει στο κόμμα με αξιώματα πρωτοφανή για τον άνθρωπο και το θυμικό του. Επειδή αν το έκανε μόνο γι’ αυτόν θα κινούσε υποψίες, μαζί του «βολεύτηκε» και ο Βορίδης, του οποίου τεχνηέντως ο Γεωργιάδης εμφανιζόταν ως σκιά, αφού, στο τέλος, ο Γεωργιάδης θα επωφελούνταν του μηχανισμού Σαμαρά και των Σαμαρικών υπογραφών για το χρίσμα. Συμβολικά, επίσης, ο τότε πρωθυπουργός Σαμαράς είχε κάνει κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο τον Γεωργιάδη, όπως και τον Κ. Μητσοτάκη, σαν να προδιέγραφε τις εξελίξεις που θα έρχονταν σύντομα…
Ο Α. Τζιτζικώστας, τέλος, ήταν ο πολιορκητικός κριός της αντεπίθεσης του βαθέως κράτους της παρασκηνιακής δεξιάς, που έκανε την ύστατη προσπάθεια να εξουδετερώσει τις μεθοδεύσεις Σαμαρά. Στην ουσία, ο Τζιτζικώστας εκπροσωπεί τη δυναστεία των γαλάζιων φρουρών του Κ. Καραμανλή, του θείου, ο οποίος σε οικογένειες Τζιτζικώστα στηρίχθηκε στο εσωτερικό για να διέρχεται χωρίς να απειλείται η ηγεσία του από δελφίνους. Και αυτή όμως η υποψηφιότητα, του Α. Τζιτζικώστα, δεν ενόχλησε τον Α. Σαμαρά, ο οποίος, ήδη ως απών από την προεκλογική εκστρατεία του δημοψηφίστατος του Ιουλίου, είχε ηχηρά προαναγγείλει τον καταλυτικό και ύστατο ρόλο του στην κακή μοίρα της Ν.Δ..
Το μείγμα των τεσσάρων υποψηφιοτήτων, όπως αριστοτεχνικά τις μεθόδευσε ο Σαμαράς, ήταν, όπως αποδείχθηκε, εκρηκτικό. Τα κομμάτια του κόμματος, όπως το κομμάτιασε ο πρώην πρωθυπουργός, δεν θα ενωθούν, επειδή ποτέ δεν ήταν ενωμένα. Ο αρχηγός που θα προκύψει κάποια στιγμή, όποιος κι αν είναι, θα έχει επιβιώσει από έναν αιματηρό κομματικό εμφύλιο. Τότε η Ν.Δ. θα γίνει πάλι το αρχηγικό κόμμα που έχουμε συνηθίσει, έτοιμο να προωθήσει τον αρχηγό της στην πρωθυπουργία. Το κόμμα τότε, όμως, θα είναι μικρό, σκιά του εαυτού του, αφού εν τω μεταξύ άλλοι θα εκπροσωπήσουν τους νέους, κυρίως, δυνητικούς ψηφοφόρους του.
Η Δεξιά στην Ελλάδα δεν θα είναι ποτέ πια η ίδια. Η Ν.Δ. δεν θα ξαναγίνει το κόμμα μιας μάζας «φιλήσυχων» νοικοκυραίων ψηφοφόρων, εύπιστων χειροκροτητών των ηγετών της παράταξης. Οι μελλοντικές ηγεσίες της Ν.Δ. θα φαίνονται αυτό που θα είναι: φαιδρά προσχήματα για θρασέα εγχειρήματα κατάληψης της εξουσίας! Οι πρώην φιλήσυχοι ψηφοφόροι της Ν.Δ., οι μη επωφελούμενοι από τον κομματικό μηχανισμό, θα γίνουν, με τα καμώματα των ύποπτων δελφίνων, φιλύποπτοι πολίτες, και η Ν.Δ. θα γίνει κόμμα που θα πρέπει να πείσει για τις προθέσεις του. Η διαδικασία αυτή θα πάρει καιρό για το κόμμα και θα γίνει ευκαιρία για τον ΣΥ.ΡΙΖ.Α.: να κάνει τη διαφορά σε μια Ελλάδα που δεν μπορεί να περιμένει τη Ν.Δ. να «φιλοτεχνήσει» την καινούρια της ταυτότητα!  

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2015

Τα δεσμά της οικονομίας


            Την περίοδο αυτή ασκείται κριτική στην κυβέρνηση απ’ όλο το πολιτικό φάσμα, στα δεξιά και τ’ αριστερά της. Το υπόλοιπο της Αριστεράς και το δεξιόστροφο Κέντρο κρίνει την κυβερνητική πολιτική επειδή δεν είναι αρκετά αριστερή. Η Δεξιά, στην τετραπλή της εκδοχή των διεκδικητών της αρχηγίας της Ν.Δ., κατακρίνει τη διακυβέρνηση του Α. Τσίπρα επειδή δεν είναι αρκετά δεξιά.  Παραδόξως, όλοι οι επιδέξιοι κριτές ασκούν την ίδια κριτική: για την οικονομική πολιτική. Όλοι κόπτονται για τους επικείμενους – όσους – πλειστηριασμούς υποθηκευμένων ακινήτων, για τη φορολογία στο κρασί, για τις μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό σύστημα.
            Επίδοξοι προστάτες, όλοι, των ανέργων, των συνταξιούχων, των δανειοληπτών, των εργαζομένων, των αδύναμων και των κατατρεγμένων, συνασπίζονται σ’ ένα κόμμα, παρόλες τις θρυλούμενες διαφορές και τις διαμετρικά συγκρουσιακές ιδεολογίες τους. Αυτό το ένα κόμμα της αντιπολίτευσης στοιχηματίζει τα πάντα στο λαϊκισμό για την οικονομία. Όλοι ξέρουν, όμως, ότι χωρίς χρήματα οικονομία δεν υπάρχει. Όλοι από το πιο κοντινό χρηματοκιβώτιο θα ξεκινούσαν για να κυβερνήσουν, δηλαδή της Ευρώπης. Ο συνδυασμός για να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο αυτό, το ξέρουν, είναι των πρώτων γραμμάτων των λέξεων: Φόροι, Ασφαλιστικό, Κόκκινα δάνεια…
            Ο ακουστικός συνειρμός με το γνωστό, γεμάτο συνειρμούς αγγλικό ρήμα, δεν είναι τυχαίος.  Όλοι (Ν.Δ., ΠΑ.ΣΟ.Κ.) γνώριζαν τον συνδυασμό όταν βρίσκονταν στην εξουσία. Όταν την έχασαν έγιναν σεμνότυφοι, ηθικολόγοι. Αποποιούνται κάθε σχέση με το παρελθόν τους των προωθητών του ελληνικού σώματος στις αγορές δανείων της Ευρώπης. Εξ ου και η μετά υποκριτικής βδελυγμίας αλλεργική αντίδραση, των τεσσάρων μονομάχων για την καρδιά της δεξιάς παρθένας, για μελλοντική συνεργασία με την κυβέρνηση.
            Δεν έχει νόημα, βέβαια, να τονίζουμε τι ξέρουν - και το κρύβουν - οι «φερέλπιδες» πολιτικοί του τάγματος της παρθενίας της αντιπολίτευσης. Σημασία έχει οι πολίτες να καταλαβαίνουν ότι πολιτική χωρίς οικονομία δεν υπάρχει, οποιαδήποτε πολιτική. Η τωρινή κυβερνητική πολιτική χρειάζεται την επίφαση της οικονομικής επάρκειας, έστω και των δανεικών χρημάτων. Το επιφαινόμενο της – δανεικής - ευρωστίας, όπως και η αναπόφευκτη λαϊκή ανοχή στα ημίσκληρα, τελικά, μέτρα, οδήγησε στην πέρα από κάθε προσδοκία της κυβέρνησης ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
            Μέτρα, επομένως, τα ίδια ή παρόμοια, θα έπαιρνε οποιαδήποτε κυβέρνηση. Οι προηγούμενες πήραν χειρότερα. Η κυβέρνηση του Α. Τσίπρα κληρονόμησε την ύφεση από τα μέτρα των προηγούμενων κυβερνήσεων, και, παρόλα τα δικά της, υπόσχεται μηδενική ύφεση για τον επόμενο χρόνο. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα ισχνά οικονομικά των Ελλήνων θα απογειωθούν. Ο καθένας και η καθεμιά θα πρέπει να ξανασκεφτεί πώς θα εξασφαλίσει πόρους ζωής αρκετούς για να επιβιώσει ή, αν θέλει και μπορεί, να πλουτίσει. Η οικονομία, και με τη διακυβέρνηση ΣΥ.ΡΙΖ.Α., θα παραμείνει φιλελεύθερη. Κανένας, ακόμα και σκληροπυρηνικοί κομμουνιστές, δεν θα άντεχαν κάτι διαφορετικό.
            Εύλογα, βεβαίως, οι ψηφοφόροι της κυβέρνησης, αλλά και άλλοι, περιμένουν περισσότερο και καλύτερο κράτος από τον Α. Τσίπρα. Αυτό έχει ανάγκη σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης της διαφθοράς κάθε λαός, και ο δικός μας. Τα πρώτα δείγματα είναι θετικά, και της προηγούμενης και της τωρινής διακυβέρνησης του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.. Έτσι θα διαφοροποιηθεί η πολιτική της κυβέρνησης της Αριστεράς από τις προηγούμενες της σοσιαλιστικής δεξιάς και της δεξιάς καθεαυτήν. Κατά τα άλλα, σε συνθήκες μιας οικονομίας που, προς το παρόν, συνηθίσαμε να είναι ελεύθερη, θα παραμένουμε οι περισσότεροι δέσμιοι. Για τα δεσμά μας αυτά δεν είναι υπεύθυνος ο Α. Τσίπρας, ούτε εξουσιοδοτημένος να τα σπάσει, γιατί τότε θα του καταλόγιζαν κάτι χειρότερο από την οικονομική δυσπραγία: τη στέρηση της «φυσικής» μας ελευθερίας!

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

Μνήμες Νοεμβρίου...


Ο ελληνικός Νοέμβριος, μετά το 1973, όπως ο Γαλλικός Μάης, μετά το 1968, θυμίζουν επανάσταση…
Οι πολίτες στην Ελλάδα, το 1973, έβλεπαν να ξεδιπλώνεται το σχέδιο της Χούντας για τη νομιμοποίησή της. Έγινε το δημοψήφισμα της 29ης Ιουλίου για τη μετατροπή του Συντάγματος σε Προεδρική Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και, λίγο πριν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, είχε σχηματιστεί κυβέρνηση - παρωδία υπό τον Σπύρο Μαρκεζίνη, η οποία έπεσε μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Για τα γεγονότα των ημερών εκείνων, του Νοεμβρίου, τώρα πια γνωρίζουμε πολλά. Η αντίδραση των φοιτητών, κυρίως, δεν ήταν οργανωμένη. Η επίσημη αριστερά, φερειπείν, δεν είχε κάνει οποιοδήποτε σχεδιασμό και επουδενί είχε τον έλεγχο. Ως επί το πλείστον, η ένταση της αντίδρασης τροφοδοτούνταν από τον αυθορμητισμό στην αρχή των φοιτητών, και μετέπειτα και άλλων, που προσέτρεχαν για συμπαράσταση, στο Πολυτεχνείο. Τα αντανακλαστικά της κοινωνίας, ούτως ή άλλως, ήταν τεταμένα.
Τα έκτροπα, στις 17 Νοεμβρίου, πήραν έκταση που κανένας δεν μπορούσε να προϋπολογίσει. Δεν αναφέρομαι, φυσικά, στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, αλλά στον “ζήλο” των δυνάμεων καταστολής, της αστυνομίας στην αρχή και του στρατού ακολούθως. Για τις εν ψυχρώ δολοφονίες της νύχτας εκείνης δεν έγινε κατορθωτό να αποδοθούν ευθείες ευθύνες - δεν έχουμε τα στοιχεία - σε επικεφαλής των εν λόγω επιχειρήσεων ή σ’ εκείνους που είχαν το γενικό πρόσταγμα. Μπορούμε όμως, οπωσδήποτε, να καταλογίσουμε τα εγκλήματα σε αφιονισμένους εκτελεστές, αστυνομικούς και στρατιωτικούς, οι οποίοι, στο πλαίσιο της καταχρηστικής νομής της εξουσίας, ενσάρκωναν την αστυνομοκρατική βαρβαρότητα. Η φυσική εξόντωση των αντιφρονούντων ήταν, για τους “τηρητές της τάξης”, το εύλογο, αποτρόπαιο “καθήκον” τους. Για να διεκπεραιωθεί, προϋποτίθετο ο εκβαρβαρισμός του ήθους των νομιμοποιημένων δολοφόνων.
Ο αγώνας του Πολυτεχνείου ήταν ανοργάνωτος, σπασμωδικός, οι αγωνιστές ανυπεράσπιστα πρόβατα επί σφαγή, οι μαζικές αντιδράσεις άλλοθι για τη συκοφάντηση μιας αυθόρμητης επανάστασης και για τη σκλήρυνση των πρακτικών του καθεστώτος απέναντι στον λαό. Μάλιστα, αν δεν συνέβαιναν τα γεγονότα της Κύπρου, το Πολυτεχνείο δεν θα έριχνε τη Χούντα. Θα την εδραίωνε! Οι νεκροί, αφανείς και γνωστοί, δεν θα ήταν αυτό που έγιναν επειδή συνέπεσε το τέλος της δικτατορίας να είναι κοντά, εξαιτίας της Κύπρου, αλλά θα έμπαιναν στον αχανή κατάλογο, τον τυλιγμένο από την ομίχλη της ιστορικής λήθης, των θυμάτων των αυταρχικών, εγκληματικών καθεστώτων της ελληνικής και παγκόσμιας ιστορίας.
Επειδή οι συμπεριφορές, οι καταχρηστικές, των κέρβερων της απολυταρχικής εξουσίας δεν περιορίζονται σε χουντικά καθεστώτα, επιμένω αρκετά. Επειδή, επίσης, την ίδια νοοτροπία ενστερνίζονται και παρακρατικές, ακροδεξιών αποκλίσεων εξτρεμιστικές ομάδες, που ανέκαθεν υπήρχαν και, όπως ξέρουμε, ενισχύονται σήμερα, οφείλουμε να είμαστε σε θεωρητική και πολιτική επιφυλακή. Υπό το πρίσμα μιας περιεσκεμμένης αντίληψης για την κοινωνική αλλαγή και την πρόοδο, οφείλουμε να καταγγέλλουμε τις ακροδεξιές απομιμήσεις των επαναστατικών πρακτικών. Οι χουντικοί, άλλωστε, ονόμαζαν την στρατιωτική τους κατάληψη της εξουσίας “Επανάσταση”.
Σήμερα στην Ευρώπη, που γίνεται πάλι συντηρητική, προοιωνιζόμαστε τον κίνδυνο της εγκατάστασης στην εξουσία ημιχουντικών «δημοκρατών». Το αίμα που χύθηκε άφθονο τη νύχτα του Πολυτεχνείου, όχι μέσα στο Πολυτεχνείο αλλά πέριξ και στους δρόμους των Αθηνών, όχι μόνο των επαναστατημένων πολιτών αλλά, κυρίως, των ανυποψίαστων περαστικών ή εκείνων που οι σφαίρες τους βρήκαν μέσα στο σπίτι τους, δεν μας επιτρέπει να αντιμετωπίζουμε τις επετείους αυτές ως απολιθωμένες ιστορικές πραγματικότητες, ενός ανεπίστρεπτου παρελθόντος, ως μνήμες καθησυχαστικές αγώνων που έγιναν και, δήθεν, δικαιώθηκαν.
Καθεστώτα όπως η Χούντα των συνταγματαρχών, άλλωστε, βρίσκουν, προϊόντος του χρόνου, ισχυρά ερείσματα στον λαό. Μπορούν ακόμα και πλειοψηφικά να γίνουν, αν εθιστεί η συνείδηση του κόσμου στην υποταγή στα κελεύσματα της πειστικής παράνοιας ασύδοτων εξουσιομανών. Η Γερμανία του Χίτλερ είναι πρόσφορο, δυστυχώς, παράδειγμα. Η κοινωνική αλλαγή και η ελευθερία, που είναι τόσο εύκολο να τις φανταζόμαστε, να τις οραματιζόμαστε, να τις προπαγανδίζουμε, δύσκολα κατακτιούνται στην πράξη, και, σε κάθε περίπτωση, όχι με ασυνάρτητες, ασύνειδες ή, χειρότερα, τυφλά καταστροφικές δράσεις. Είναι θνησιγενείς τέτοιες επαναστάσεις, εύκολα φυλλοροούν. Προσφέρουν άλλοθι στη βία της κρατικής καταστολής, οποιασδήποτε απόχρωσης, και είναι ευάλωτες σε προβοκάτσιες και προδοσίες. Τα γράμματα της Ρόζας Λούξεμπουργκ από τη φυλακή, και ό,τι ακολούθησε την αποφυλάκισή της, η επιβεβαίωση των διαπιστώσεών της, στέκονται, δυστυχώς, αδιάψευστος μάρτυς. 
Ο επαναστατικός μύλος, απέδειξε η ιστορία, για να γυρίσει, δεν φθάνει το αίμα που τρέχει στο αυλάκι του. Πρέπει ο μηχανισμός του να είναι συμπαγής, το κτίσμα στέρεο, να συντηρείται επαρκώς για να παράγει το προϊόν της ελευθερίας, για το οποίο πρέπει να εργάζεται κάθε επανάσταση. Αυτό είναι το δύσκολο: τελικά η ελευθερία να θριαμβεύσει. Με αυτά δεν σχετικοποιώ την αξία της θυσίας των νεκρών της νύχτας του Πολυτεχνείου. Κάθε άλλο. Προσπαθώ να αποτίσω τον οφειλόμενο φόρο τιμής στη μνήμη τους. Αυτά και όλα τα θύματα των συνθλιπτικών λίθων της εξουσίας, ένας τρόπος να τα δικαιώσουμε υπάρχει: να συνειδητοποιούμε και να αποκαλύπτουμε σε ποιου παραλογισμού το θυσιαστήριο θυσιάστηκαν, ποιες ήταν οι δόλιες και άδικες δυνάμεις που τα συνέθλιψαν, αλλά και ποιοι επιχειρούν να καπηλευτούν τη μνήμη τους, να αναγάγουν τη θυσία τους σε υπόθεση ανιδιοτελούς, ιδιωτικού ηρωισμού και αυτάρεσκης αυταπάρνησης, και να ρίξουν τους προβολείς της ιστορικής δημοσιότητας επάνω τους… Λες και τον ήθελαν τον αδόκητο χαμό τους για να δοξαστούν και να γίνονται στη μνήμη τους συναυλίες και διαδηλώσεις και πανηγύρια, και ηχηρές εκδηλώσεις τιμής, στις οποίες προβάλλονται οι εκάστοτε ομιλητές και οι δηλώσεις τους στις κάμερες της τηλεόρασης.
Κατεξοχήν θεσμικό δικαίωμα να επιτελούν τους εορτασμούς για το Πολυτεχνείο δημόσια, προβεβλημένα, έχουν όσοι εκπροσωπούν την εκάστοτε εξουσία, που αναγνωρίζει, δήθεν, μια επανάσταση. Κάθε φορά, επίσης, εκείνοι που καταγγέλλουν την υποκρισία των “επίσημων” εκφραστών της μνήμης των ηρώων, την καπήλευση εκ μέρους τους, την αναξιότητά τους, εκείνοι που εκφράζουν όντως το πνεύμα της αντίστασης στην αυθαιρεσία, που σκότωσε τους αδικοχαμένους του Πολυτεχνείου, γίνονται, για την εξουσία, ύποπτοι, υποψήφιοι ένοχοι, οι επόμενοι που ίσως χρειαστεί να τους κλείσουν το στόμα. Επέτειοι όπως του Πολυτεχνείου, όμως, είναι ευκαιρίες να αισθανόμαστε ντροπή για την ανθρώπινη αναλγησία, όνειδος για τη βαρβαρότητα της εξουσίας. Είναι αφορμές για να συλλογιζόμαστε την αδυσώπητη μοίρα όσων τυχαίνει να μπαίνουν στο στόχαστρο τυφλωμένων από τη συγκυριακή πολιτική τους δύναμη ημιαγρίων.
“Εις μνημόσυνον αιώνιον”, λοιπόν, “έστωσαν οι δίκαιοι” του Πολυτεχνείου, ανεξάρτητα από τις συγκυριακές πρακτικές αναφοράς στην εξέγερση του Νοεμβρίου του ’73. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης μας το έλεγε: «Ουχ ελληνικόν το προσκυνείν ιδέες – δόγματα και ανθρώπους - δεσπότες». Το απροσκύνητο φρόνημα, αν δεν περιορίζεται σε λεκτικούς παλληκαρισμούς, αν γίνεται κίνδυνος για εκείνους που το έχουν, θυμίζει ότι ο κίνδυνος προέρχεται από εκείνους που, εξουσιομανείς, θέλουν προσκυνημένους πολίτες, ταπεινωμένες συνειδήσεις, καμπουριασμένο το ηθικό, υποτακτικό στους εχθρούς του Ανθρώπου, τους απροκάλυπτους ή φτιασιδωμένους καταπιεστές.
Στα σύγχρονα, του δυτικού κόσμου κράτη, έφθασαν να μην είναι λίγες, ολόχρονα, οι αιματηρές μέρες και νύχτες, όπως του Πολυτεχνείου ενός Ελληνικού Νοεμβρίου. Αυθόρμητες επαναστάσεις ακόμα γίνονται. Και έχουν όλες την ίδια κατάληξη: νεκρούς που δεν “δείχνουν τον δρόμο”. Οι νεκροί μένουν νεκροί. Για μας ο “δρόμος είναι δρόμος”. Όπως και για κείνους, βέβαια, που τελικά τον έχασαν… 

17 Νοεμβρίου του ’73, στην Αθήνα της Χούντας, η νύχτα έγινε σύμβολο. Η συμβολική πολιτική της μνήμη έγινε, έκτοτε, κι έτσι ας μείνει, η ιδεολογική αποτύπωση του ελληνικού ανθρωπισμού...

                                     

Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2015

Τα φώτα έσβησαν


Τα φώτα που σβήσανε χθες στο Παρίσι, μας δείξανε τη Δύση μας όπως είναι συνέχεια: σκοτεινή… Στο χθεσινό σκοτάδι οι οιμωγές των θυμάτων στον πολιτισμένο μας κόσμο ακούστηκαν ευκρινώς. Συνήθως, όμως, από την αυγή του λαμπερού την ημέρα και του ολόφωτου τις νύχτες πολιτισμού μας, οι πνιχτές κραυγές των πληγωμένων, από Δυτικούς, Δυτικών πνίγονται, μερόνυχτα, στην ευωχία ενός κόσμου φαινομενικά απασχολημένου διαρκώς…
Αυτή η απασχόληση, χθες, διαταράχθηκε. Εισβολείς στο προσκήνιο της πόλης που δίδαξε τρομοκρατία στη Δύση του 18ου αιώνα, με σβηστά τα φώτα του Γαλλικού Διαφωτισμού, έκαναν τις ασχολίες των κατοίκων της, των ανύποπτων κατά τα άλλα θυμάτων, να θυμίζουν την αμέριμνη βοσκή των αμνών, των μεγαλωμένων για σφάγια. Έτσι μεγαλώνουν τα περισσότερα παιδιά, άλλωστε, στη Δύση: ως πρόβατα καλοκάγαθα, που μορφώνονται μεν αλλά όχι αρκετά για να σκεφτούν ότι η ζωή τους, στον κόσμο τους, δεν έχει τη σημασία που μεγαλόστομες διακηρύξεις της αποδίδουν, κυρίως πολιτικών και πολιτικών φιλοσόφων. Το θυμάμαι κάθε φορά, αυτό, που βλέπω και ακούω αμήχανους πολιτικούς να αναφέρονται με λόγια σε συμβάντα που δεν θα συνέβαιναν αν δεν τα προκαλούσαν. Εξ ου η αμηχανία τους.
            Ο Φρανσουά Ολάντ είπε, στο διάγγελμά του στον γαλλικό λαό, τη μοιραία λέξη: impitoyable… Αμείλικτη, είπε, θα είναι η Γαλλία στην αντίδρασή της μετά το χτύπημα που δέχθηκε στα σπλάγχνα της. Αμείλικτος αισθάνεται ότι μπορεί να γίνει εκείνος που φαντάζεται μεγάλη την ισχύ του, απροσμέτρητη με το μέτρο που χωρίζει άνθρωπο από άνθρωπο ή κράτος από κράτος σε ισχυρότερους και ανίσχυρους. Κι όμως! Ο ισχυρός αυτός Πρόεδρος μιας υποτίθεται ισχυρής χώρας δέχθηκε ένα χτύπημα που, και ισχυροί ακόμα, το υπολογίζουν.
            Υπάρχει ένα δίδαγμα από αυτό το χτύπημα. Αν, σε καιρό ειρήνης, οκτώ μαχητές, πάνοπλοι, θυσιάζονται και συνοδεύουν στον θάνατο 200 περίπου ανυποψίαστους αμάχους, άοπλους και αμέριμνους, σημαίνει ότι η Γαλλία ούτε έτοιμη για έναν τέτοιο πόλεμο είναι ούτε αμείλικτη μπορεί να ισχυρίζεται ότι θα γίνει. Αυτό ισχύει για όλα τα κράτη της υπερτροφικής Δύσης, συμπεριλαμβανομένης της Αμερικής.
            Οι ηγέτες των κρατών αυτών δεν ρώτησαν τους πολίτες τους αν μπορούν να αντέξουν τις συνέπειες από τις ριψοκίνδυνες επιχειρηματικές, πολεμικές διεισδύσεις σε περιοχές που κατοικούνται από πραγματικά αμείλικτους καθημερινούς ανθρώπους. Στη σύγκριση, προφανώς, ο άνθρωπος της φαιδρής Δύσης υπολείπεται καταφανώς του ανθρώπου της βλοσυρής Ανατολής. Δεν θα έπρεπε να εξαναγκαστούν, τα δυο αυτά είδη ανθρώπων, να έχουν μεταξύ τους σχέσεις βίας.
            Η σύγκρουση αυτή δεν θα μας βγει σε καλό. Σαν επηρμένα, επειδή καλοταϊσμένα και καλοζωισμένα, κακομαθημένα παιδιά, που αντιμετωπίζουν, με παιδική επιπολαιότητα, υποτιμητικά κάποια ρακένδυτα και πεινασμένα χαμίνια, οι άνθρωποι του κόσμου που δύει δοκιμάζουν στην αφράτη τους ύλη τον οξύ πόνο που μπορεί να προκαλέσει η αποφασιστική αντίδραση κάποιων που δεν διακρίνουν τη ζωντανή από τη νεκρή ανθρώπινη σάρκα, ακόμα κι αν πρόκειται για το δικό τους σώμα…
            Ο δυτικός άνθρωπος νοσεί σοβαρά, ούτως ή άλλως, από την ασφυξία που προκάλεσε ο ίδιος στον εαυτό του. Προτού να σπεύσει να κατηγορήσει τους μακρινούς του αντιπάλους ή τους πρόσφυγες για την κακή του τύχη, πρέπει να χαλαρώσει τη θηλιά που έσφιξε γύρω από τον ίδιο τον λαιμό του. Γι’ αυτό, όμως, χρειάζεται τόση σκέψη όση δεν χρησιμοποίησε για να ανοίξει μόνος του, στο σώμα του, τις πληγές που χαίνουν, και ρέει άφθονο το αίμα του, χωρίς η βία των τζιχαντιστών να ‘χει φταίξει. Όση ευαισθησία λείπει στους δυτικούς, για τα δεινά που προκαλούν οι ίδιοι στον εαυτό τους, τόση σκληρότητα θα δοκιμάζουν από τους ξένους εισβολείς στον «πολιτισμό» τους…
            Τον πολιτισμό αυτό, με τα τόσα θύματα, δικά μας και ξένα, πρέπει σοβαρά να τον ξανασκεφτούμε. Απερίσκεπτος και βερμπαλιστής όπως είναι, δεν του κάνει καλό το φως που πέφτει πάνω του. Κι όταν τύχει να πέσει το σκοτάδι, όπως χθες στο Παρίσι, τότε οι μεγαλοστομίες του δεν αρκούν για να καλύψουν τον αχό από τις  αποτυχίες και τις αδικίες του…

Τετάρτη 11 Νοεμβρίου 2015

"Το δώρο", του Άθω Ερωτοκρίτου

 Το βιβλίο του Άθω για το δώρο είναι ένα – ακόμα – δώρο του στους αναγνώστες του. Καθώς είναι το δεύτερο βιβλίο του που παρουσιάζω, το θεωρώ ένα δεύτερο δώρο του και σε μένα, καθώς είχα την ευκαιρία, δύο φορές, να επιβεβαιώσω χαρακτηριστικά του συγγραφέα, του ανθρώπου και του φίλου:
α) αναλαμβάνει να γράψει για θέματα που άπτονται της ανάγκης του ανθρώπου να ξέρει τα κρίσιμα για τη ζωή του, β) τα αναλύει ως εκεί που ο αναγνώστης του δεν μπορεί να κάνει πίσω από την ανάγνωση, χωρίς να αισθανθεί ότι θα χάσει το επόμενο μυστικό που θα του αποκαλύψει ο Άθως.
Έτσι, λοιπόν, όσο κι αν τα δώρα είναι πάγια κοινωνική πρακτική των ανθρώπων από τους αρχαίους χρόνους, όσο κι αν η γενναιοδωρία είναι εμπεδωμένη ανθρώπινη αξία, όσα αποκαλύπτει ο Άθως στο βιβλίο του για τη δωροδοκία και τη δωροληψία, χωρίς οι λέξεις να έχουν το σύνηθες ύποπτο νόημά τους, είναι ενδεικτικά για το πόσα ακόμα μπορούμε να σκεφθούμε μαζί με έναν πεπειραμένο ψυχολόγο και ανθρωπιστικό στοχαστή.
Η δόσις του δώρου είναι παράγοντας μέθεξης ανθρώπινης, που δεσμεύει τον δωροδότη και τον δωρολήπτη σε μια σχέση αμοιβαίας, αποκλειστικής εξάρτησης. Κι αυτό, όπως είπαμε, ως ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη κατάσταση από τους αρχαίους χρόνους, που οι άνθρωποι πρωτο-ανακάλυπταν τους δεσμούς δυνάμει των οποίων θα πήγαιναν μαζί πιο κάτω στη ζωή.
Το αρχέγονο της ανταλλαγής των δώρων, όμως, δεν ερείδεται μόνο στην πρωτόγονη ανάγκη του ανθρώπου να συνδέεται με τον άλλον άνθρωπο. Βρίσκει πλούσια την πηγή της η συνήθεια στην αθωότητα με την οποία χαίρεται ο άνθρωπος που δέχεται δώρο από εκείνον που έχει λόγο να τον κάνει να χαρεί. Οι λόγοι αυτοί πρέπει να είναι αρκετοί για να έχει το δώρο ως δόση συνέχεια στην ανταπόδοση, και η συνεπής ανταλλαγή, έτσι, να συμβολίζει το δεσμό μιας σχέσης που ούτε τυχαία είναι ούτε αδιάφορη για τους συμβαλλομένους.
            Ο Άθως, εδώ, για να ενισχύσει την ενόρασή του για τον εν λόγω συμβολισμό, αναφέρεται στον Μαρσέλ Μως, τον ανθρωπολόγο και κοινωνιολόγο, που με επαρκή τεκμήρια στοιχειοθετεί τη συμβολική διάσταση του δώρου στο αντίστοιχο βιβλίο του. Ο ισχυρός συμβολισμός της προσφοράς του δώρου δεν μπορεί να μείνει ούτε απαρατήρητος ούτε ασχολίαστος από τον Άθω. Με διεισδυτική, λοιπόν, έμπνευση, αναφέρεται στην ψυχική πρόθεση που εκφράζεται στην προσφορά του δώρου αλλά και στην ψυχική διάθεση που προκαλεί σ’ εκείνον που το λαμβάνει.
            Ο δωρητής δεσμεύει ψυχικά με το δώρο του τον δωρολήπτη, αφού ο ίδιος πρώτα, με το δώρο του, ομολογεί την ανάγκη που τον ώθησε να δεσμεύσει τον άνθρωπο στον οποίο απευθύνει το δώρο του. Όταν, μάλιστα, το δώρο γίνεται αφορμή για να σκεφτεί ο αποδέκτης του το αντίδωρο, και να το δώσει σ’ εκείνον που άρχισε τη σχέση του χαρίσματος, συνομολογείται μια αλληλεξάρτηση, μια εκατέρωθεν διάθεση συμπόρευσης των ανθρώπων που χαρίζονται, ουσιαστικά, ο ένας στον άλλον.   
            Τόσο ψυχικά συγκινητική είναι η σκέψη για ν’ αποδώσουμε ένα δώρο, που οι άνθρωποι θεωρούν ότι μπορούν να μοιραστούν τη συγκίνηση αυτή με τους θεούς τους, οι οποίοι πρώτοι, υποτίθεται, δωρίζουν στους ανθρώπους εκείνα που οι άνθρωποι εκλαμβάνουν ως δώρα, εξαιτίας των οποίων σκεφτόμαστε, οι άνθρωποι, και τα τερπνά για τους θεούς αντίδωρα. Σαν να μιμούμαστε, έτσι, τη γενναιοδωρία τους ελπίζοντας για την εύνοιά τους, και για την εξουδετέρωση των κακών πνευμάτων, των ζηλότυπων, που εποφθαλμιούν την αγαθή μας σχέση με τους θεούς μας.  
            Οι θεοί, ανακαλύπτει στις μελέτες του ο Άθως, ενθουσιάζονται, στην ανθρώπινη φαντασία, με τα δώρα μας στους φτωχούς και τα παιδιά κυρίως, κι είναι, κι αυτός, ισχυρός λόγος για να δίνουμε, μεταξύ άλλων, δώρα συχνά σ’ αυτές τις κατηγορίες ανθρώπων, που ξέρουν, για τους δικούς τους λόγους, να τα εκτιμήσουν. 
            Δεν είναι ανάγκη, όμως, το δόσιμό μας να υλοποιείται με δώρο απαραίτητο χειροπιαστό. Ακόμα και το δόσιμο των χεριών σε μια αγκαλιά, την ίδια διάθεση ανοίγματος στον άλλον εκφράζει. Η φιλοξενία, επίσης, η πρόσκληση σε γεύμα ή στη γιορτή μας, την ίδια ανάγκη μας για να περιέξουμε τον άλλον στη σφαίρα της ζωής μας αποτυπώνει.
            Γι’ αυτό, επειδή μια τέτοια υπαρξιακή ανάγκη εξυπηρετεί το δώρο, όπως είπαμε στην αρχή, εισάγει στις σχέσεις των ανθρώπων δεσμεύσεις καθόλου αδιάφορες. «Το δώρο θέλει αντίδωρο και πάλι δώρο μένει» θα πούμε, με παροιμιακή ελπίζω σοφία, για να δηλώσουμε τη σημασία της υποχρέωσης που σημαίνει η αποδοχή ενός δώρου. Το κύρος μας, που διεκδικούμε να προβάλουμε με τα στοχευμένα πάντα δώρα μας, προκαλεί τη συνείδηση του αποδέκτη – στόχου μας, ο οποίος σκέφτεται τη θέση που θέλουμε να έχουμε και που μπορεί να μας παράσχει στη ζωή του. Η ανταπόδοση, αν έλθει, σημαίνει ότι διευθετεί την προσφορά μας, στο προγραμματικό πλαίσιο της ζωής του, ο αποδέκτης του δώρου μας. Αλλιώς, αν μας αρνηθούν το δώρο, ή δεν μας το ανταποδώσουν, σκεφτόμαστε αν είναι το αίσθημα ανωτερότητας ή κατωτερότητας, που άφησε το δώρο μας αναπάντητο.
            Τα παραπάνω, φυσικά, εξαρτιούνται και από τις κοινωνικές μας σχέσεις, που εξαρτιούνται από την κοινωνική μας επιφάνεια, που δημιουργεί τις εξαρτήσεις, δικές μας από τους άλλους και των άλλων από εμάς. Υπάρχουν επομένως, αναλόγως, δώρα πλούσια και δώρα φτωχά, δώρα απλά και δώρα εντυπωσιακά, δώρα για να φανούμε και δώρα για να δείξουμε την αγάπη μας, δώρα για να συγκινήσουμε και δώρα για να σκλαβώσουμε…
            Τα συναλλακτικά ήθη, λοιπόν, που αφορούν στην απόδοση και την ανταπόδοση των δώρων δεν είναι, καταδεικνύει ο Άθως, απλά, ούτε απηχούν εκφάνσεις του ανθρώπινου ψυχισμού ευανάγνωστες. Χρειάζεται η διεισδυτική ματιά του ανθρώπου που ερωτηματοθετεί το αυτονόητο, για να αποκαλυφθεί το ψυχικό και κοινωνικό υπόβαθρο μιας συνήθειας καθόλα χαρακτηριστικής για τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος διαχειρίζεται τις ανθρώπινες σχέσεις του. Από εποχή σε εποχή, και ανάλογα με τις κοινωνικές σφαίρες και δραστηριότητες, τα δώρα αλλάζουν χέρια με κανονικότητα αξιοθαύμαστη. Η τοτεμική εντολή της ανταπόδοσης συντηρεί την εθιμοτυπία του δώρου, και οι άνθρωποι χαρίζονται και τους χαρίζονται σχεδόν για να συνεχίσουν να επιβιώνουν…
            Η ανθρώπινη επιβίωση καθεαυτήν, όμως, ξέρουμε ότι είναι στοχαστική μέριμνα του Άθω σε ποικίλες εκφάνσεις της. Ως ψυχολόγος, κοινωνικός στοχαστής και πολιτικά ενεργός πολίτης δεν αφίσταται του καθήκοντος της αναφοράς στις κοινωνικές ορίζουσες, που μας διαμορφώνουν και μας ορίζουν. Η σύγχρονη συγκυρία, της δεινής κοινωνικοοικονομικής και εθνικής κρίσης, δεν αφήνει ασυγκίνητο τον Άθω. Όπως και στο προηγούμενο βιβλίο του, για την οικονομική εξαθλίωση των Κυπρίων, έτσι και σε αυτό, το θέμα της σύγχρονης τρικυμίας στην οποία παραδέρνουμε οι περισσότεροι, είναι αναλυτικά επεξεργασμένο και γλαφυρά παρουσιασμένο.
            Πιο συγκεκριμένα, ο Άθως αναφέρεται σ’ ένα αρχαίο συναλλακτικό έθος, τον οικονομικό δανεισμό, που θυμίζει πολύ τη συνήθεια του δώρου. Από μια άποψη, και τα δώρα είναι δανεικά. Τα δάνεια, επίσης, όταν τα παίρνουμε, μοιάζουν με δώρα. Γρήγορα καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι. Στην Κύπρο, λοιπόν, όπως και σε άλλες χώρες του σύγχρονου καπιταλιστικού κόσμου, και στην Ελλάδα, που κρίνεται για τον τρόπο που θα χειριστεί τα κόκκινα δάνεια αυτές τις μέρες, η αδυναμία ανταπόδοσης των δανείων, που δεν είναι δώρα, θυμίζει την αντίστοιχη δυσχέρεια στην αρχαιότητα.
            Ο Άθως μας υπενθυμίζει πολλά σχετικά με το πρόβλημα στην Αρχαία Ελλάδα, καθώς και για τη λύση που έδωσε τότε ο Σόλων: τη σεισάχθεια. Μπορεί σήμερα να δοθεί μια τέτοια λύση; Της μη υποχρέωσης, δηλαδή, για ανταπόδοση του δυσβάστακτου «δώρου» ενός δανείου; Όσο κι αν δεν μπορεί, ή επειδή, μάλλον δεν μπορεί, ο Άθως ανατρέχει σε θεωρήσεις για τον άνθρωπο που θεραπεύουν την ψευδαίσθηση ότι μπορεί κανείς να είναι εξαρτημένος, με οποιονδήποτε τρόπο, και ελεύθερος. Το τίμημα για την όποια εξάρτηση είναι η απώλεια της ελευθερίας, της αυτοδιάθεσης, της αυτονομίας, ακόμα και της αυτογνωσίας…
            Γι’ αυτό, στο τέλος του βιβλίου, η θεώρηση του Άθω γίνεται συνολικά πολιτική, δηλαδή απελευθερωτική. Εκεί που εξαντλούνται τα περιθώρια του διαλόγου των ανθρώπων ως προσώπων για την εξεύρεση λύσης στα προβλήματα, αναλαμβάνει ο άνθρωπος ως πολιτικό ον να θέσει τα όρια και τους όρους της ζωής, η οποία, ως δώρο που μας δίδεται, μας υποχρεώνει να ανταποδώσουμε εν καιρώ, αποδίδοντας στη ζωή μας έργα – δώρα σ’ έναν κόσμο που τίποτα δεν μας δίδεται δωρεάν, εκτός από την ίδια τη ζωή…
Εύχομαι ο Άθως να ευαρεστηθεί να μας χαρίσει κι άλλα τέτοια βιβλία – δώρα. Σας ευχαριστώ!

"Το δώρο", εκδόσεις Αιγαίον (http://www.yialousa.org/Publications/index.htm). 
Λευκωσία, Βιβλιοπωλείο Γιαλούσα, 10 Νοεμβρίου 2015
                         
                        

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2015

Πολιτική μνήμη



Η ιστορική μνήμη πολιτικών γεγονότων δεν είναι ιστορική· είναι πολιτική. Τόσο, λοιπόν, η δήλωση του Υπουργού Παιδείας για την ιστορία των Ποντίων όσο και οι συναφείς αντιδράσεις είναι πολιτικές. Πολιτική ήταν, επίσης, η «τοποθέτηση» της Μ. Ρεπούση για τον «συνωστισμό» των Ελλήνων στο λιμάνι της Σμύρνης, πριν τους σφάξουν οι Τούρκοι. Κακώς, από την άποψη αυτή, αναφερόμαστε σε πολιτικά γεγονότα ως ιστορικά. Η πολιτική δεν έχει ιστορία. Το πολιτικό παρελθόν γίνεται παρόν όταν αναφερόμαστε σ’ αυτό, για να το μνημονεύσουμε απλώς ή, ακόμα σοβαρότερα, για να το ερμηνεύσουμε.
Η ερμηνεία, λοιπόν, του Ν. Φίλη, των σφαγών των Ποντίων και του εκτοπισμού τους από τα πάτρια εδάφη τους, είναι πολιτική. Το ερώτημα που πρέπει να αρχίσει να απασχολεί την αριστερά που θέλει να είναι διανοούμενη, είναι το πρίσμα της θεώρησης των πολιτικών γεγονότων της ελληνικής, τουλάχιστον, ιστορίας. Επειδή θα αργήσουμε να δούμε το τέλος της ιστορίας όπως το οραματιζόταν ο Μαρξ, της τελικής επικράτησης του παγκόσμιου προλεταριάτου, οφείλουμε να είμαστε προσεκτικοί μέχρι να φθάσουμε εκεί, αν φθάσουμε…
Μεγάλο μέρος της προσοχής της αριστερής θεωρίας στην Ελλάδα, δηλαδή, πρέπει να δοθεί στη σύγχρονη πραγματικότητα, που θέλει τα κράτη – έθνη να επιστρέφουν, και μαζί τους η σκλήρυνση των ακροδεξιών ιδεολογιών που τα προπαγανδίζουν. Δεν επιστρέφει το κράτος – έθνος, όμως, χωρίς λόγο. Η δεινή οικονομική κατάσταση των περισσότερων κρατών στην Ευρώπη, που θα επιδεινωθεί κι άλλο, ο ειρηνικός αποικισμός τους από πρόσφυγες, που θα ενταθεί, η μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών καχυποψία, που ευνοεί η γερμανική απολυταρχία, είναι σοβαροί λόγοι για να επιστρέφει το κάθε κράτος στον εαυτό του, και να αναζητήσει τον συνεκτικό του ιστό στο έθνος.
Τα έθνη δεν πρέπει να φέρουν δεξιό πρόσημο. Η δεξιά αναφορά στο έθνος κάνει όσους την ενστερνίζονται συντηρητικά επηρμένους εθνικά, δηλαδή ξενοφοβικούς και με επιθετικές ή υποτιμητικές διαθέσεις για τα άλλα έθνη, κυρίως τα γειτονικά και ανταγωνιστικά. Η εθνική συνείδηση, σήμερα στην Ελλάδα, μπορεί να πάρει αριστερό πρόσημο. Ο μαρξιστικός διεθνισμός αποδείχθηκε πως στηριζόταν στο κεφάλι του, και γι’ αυτό κατέπεσε. Έπρεπε πρώτα να στηριχθεί στα πόδια μιας εθνικής αριστερής ομοψυχίας, και μετά να συσταθούν διεθνικά αριστερά – προλεταριακά συμβούλια.
Πώς, όμως, θα πάρει η αριστερή αναφορά στον εαυτό μας εθνική διάσταση, όταν υπό το πρίσμα ενός ψευδο-ιστορικού αριστεριστικού αντικειμενισμού, υποβαθμίζεται η αναφορά, εν προκειμένω, στη γενοκτονία των Ποντίων; Όσο κι αν ο Α. Παπανδρέου, το 1994, πολιτικές σκοπιμότητες εξυπηρέτησε όταν προώθησε το σχετικό αίτημα των Ποντίων, δεν παύει η εθνοκάθαρση που επιτέλεσαν οι Νεότουρκοι από το 1914 μέχρι το 1923, να στέρησε από τον ελληνισμό του Πόντου τις πατρογονικές τους εστίες, τον ζωτικό τους χώρο, και την ιστορική τους συνέχεια, αφού πάνω από 300.000 Έλληνες του Πόντου έχασαν τότε τη ζωή τους: παιδιά, γυναίκες, άνδρες, που δεν μπόρεσαν να ανανεώσουν τη γενιά του ο καθένας και η καθεμιά.
Γι’ αυτό δεν έκαναν αυτό που έκαναν οι Τούρκοι τότε; Ήταν μια επιχείρηση ωμής πολιτικο-στρατιωτικής «διευθέτησης» της χωροταξικής αυτοτέλειας του αναδυόμενου τουρκικού έθνους – κράτους. Το ίδιο έγινε και στα παράλια της Μικράς Ασίας. Όποιος ιστορικός ή με δημόσιο λόγο διανοούμενος δίνει έμφαση στο ιστορικό δικαίωμα των Τούρκων να κάνουν ό,τι νομίζουν για το έθνος τους, πρέπει να αναγνωρίζει το αντίστοιχο ιστορικό και πολιτικό δικαίωμα στους εκτοπισμένους και θυσιασμένους στο βωμό του τουρκικού εθνικισμού. Δεν γίνεται να αναγνωρίζεις μονομερώς, στους άλλους, το δικαίωμα στον εθνικό αυτοπροσδιορισμό, και να το αρνείσαι στους δικούς σου…
    Ό,τι χρειάζεται, επομένως, για τον εθνικό μας αυτοπροσδιορισμό, που εκκρεμεί δεκαετίες τώρα, πρέπει να το κάνουμε. Πολιτικά διαβάζοντας την ιστορία, δεν θα προδώσει ο αριστερός την ιδεολογική του αφετηρία αν ενισχύσει καταφατικά την εθνική του ταυτότητα, αναγνωρίζοντας τα αποτελέσματα εθνικιστικών πολιτικών που δίχασαν τους λαούς, όντως. Η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων δεν υποτιμά το επιστημονικό κύρος ακόμα και εκείνων που, θεωρητικά, την ονομάζουν εθνοκάθαρση. Γιατί, είπαμε, η πολιτική ιστορία δεν έχει χρόνο. Είναι διαρκώς παρούσα. Κι αν κάνουμε το λάθος εμείς, ως Έλληνες, αριστεροί ή αδιάφοροι, να το ξεχνάμε, τότε θα έλθει το πολιτικό μας μέλλον να μας το θυμίσει, όταν θα κάνουμε τα ίδια λάθη που μας οδήγησαν στις τραγικές συνέπειες που ήδη βιώνουμε, είτε είμαστε Πόντιοι, Μικρασιάτες και Κύπριοι είτε όχι.
Όταν οι αριστεροί αναγνωρίζουν και δίνουν έμφαση στις τραγικές συνέπειες του εθνικισμού, και δεν εμμένουν, μόνο, στην καταγγελία του, τότε οι ακροδεξιοί χάνουν το αντικείμενο της προπαγάνδας τους. Έτσι περιορίζεται η εθνικιστική ιδεοληψία, και μαζί της οι κίνδυνοι να μας οδηγήσει, χωρίς να το καταλάβουμε, στα ίδια λάθη εθνικής στρατηγικής και στα ίδια ολέθρια αποτελέσματα.
Το έθνος, που γίνεται μαχαίρι στα χέρια της δεξιάς, πρέπει να γίνει λουλούδι στα χέρια της αριστεράς. Κι ίσως ο εθνικός μας κήπος, τότε, ο περιορισμένος στην Ελλάδα, και με τα μνήματα των εθνικών μας νεκρών μέσα του, γίνει ο παράδεισος που οραματιζόμαστε κάποτε να ζήσουμε, ή τουλάχιστον τα παιδιά μας. Σ’ αυτόν τον κήπο γύρισαν για να ζήσουν και οι Πόντιοι ή οι Μικρασιάτες, που δεν ελπίζουν η ιστορία, δηλαδή η πολιτική, να τους δώσει πίσω τον δικό τους, τον ποτισμένο με το αίμα των προγόνων τους…