Το σύνθημα του Α.
Παπανδρέου, το 1981, ήταν: «αλλαγή». Εκείνο το σύνθημα, μετά, περιγελάστηκε
πολύ, δικαίως. Η αλλαγή έγινε, βεβαίως, αλλά δεν έμοιαζε σε τίποτα με εκείνο
που εκατομμύρια ψηφοφόρων του Ανδρέα είχαν θελήσει να δουν να αλλάζει. Το
γαλάζιο κράτος έδωσε τη θέση του στο πράσινο κράτος, το οποίο, με την επίφαση του
σοσιαλιστικού εκδημοκρατισμού, έδωσε δείγματα μιας άγριας φασιστικής γραφής. Η
κομματική εξουσία, αποκεντρωμένη καθώς ήταν, πριν την εκλογική νίκη του
ΠΑ.ΣΟ.Κ., σε πυρήνες ψευδο-επαναστατικής δράσης, παρέμεινε έκκεντρη, δοσμένη
απλόχερα στις αλήστου μνήμης κλαδικές οργανώσεις, οι οποίες διαφέντευαν τον
κοινωνικό ιστό σαν αράχνες που, αντί να υφαίνουν, ξήλωναν.
Αυτό, πράγματι, ήταν
βαθιά αλλαγή στην ελληνική κοινωνία. Το άλλοτε βαθύ κράτος της δεξιάς έγινε
ρηχό, με εξειδίκευση στις πρακτικές άλωσης της συνείδησης των Ελλήνων. Η
κεντρική κυβέρνηση έκανε ό, τι μπορούσε για να κερδίζει ο κομματικός στρατός,
και ο κομματικός στρατός ό, τι μπορούσε για να κερδίζει ακόμα περισσότερα. Στην
πρώτη δεκαετία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. μπήκαν οι βάσεις γι’ αυτό που ζούμε σήμερα ως
διαλυμένη ελληνική κοινωνία, μοιρασμένη σε αφιονισμένους φασίστες, σε αλλόφρονες
δεξιούς, σε αιθεροβάμονες ριζοσπάστες αριστερούς και σε μετριοπαθείς
προοδευτικούς αριστερούς. Οι τελευταίοι, που ανέδειξαν τον Α. Τσίπρα
πρωθυπουργό, υπομένουν την εγκυμοσύνη μιας καινούργιας αλλαγής, διαφορετικής,
ελπίζουν, από την «αλλαγή» του ’81.
Αυτό που θα αλλάξει
οπωσδήποτε τώρα είναι το πασοκικό οικοδόμημα μιας κοινωνίας που χωριζόταν σε
επιτήδειους βολεψιματίες - κάθε είδους και επιτηδεύματος - και σε αγαθούς
στυλοβάτες του συστήματος που κατέρρευσε, τελικά, πριν από πέντε χρόνια. Τώρα η
Ελλάδα θα αλλάξει δραματικά, γιατί δυο γενιές μεγάλωσαν με την εντύπωση ότι
αρκεί να είσαι πονηρός για να κάνεις έξυπνες επιλογές, είτε μπορούσες είτε όχι.
Τώρα θα θητεύσουμε, για τέσσερα χρόνια, στη σχολή που μαθαίνεις ότι, για να
κάνεις έξυπνες επιλογές, πρέπει να είσαι … έξυπνος. Στη σχολή αυτή θα διδάξουν
ξένοι καθηγητές: Άγγλοι, Αμερικανοί, Σκανδιναβοί και Γερμανοί, κυρίως, αλλά και
Έλληνες, πρωίμως ή εσχάτως εξαναγκαστικά συμπαθήσαντες το πνεύμα της αποτελεσματικότητας: καλό είναι αυτό που είναι αποτελεσματικό. Εκείνο που δεν είναι, απλά δεν
υπάρχει. Διευθυντής της καινούργιας αυτής Σχολής των Ελλήνων, που θα αλλάξει
τον τρόπο που σκέφτονται πολλοί Έλληνες, θα είναι ο Α. Τσίπρας.
‘Ήταν ο πρώτος, άλλωστε, που
θήτευσε στη Σχολή αυτή, στα κτίρια των Βρυξελλών. Η διαφορά αυτού του
πρωθυπουργού είναι ότι τα φώτα δεν θα τα κρατήσει για τον εαυτό του. Θα διαθλά
το φως αυτό, του ευρωατλαντικού πνεύματος, διαρκώς προς τον ελληνικό λαό.
Κανένας δεν το έκανε πριν: ούτε ο γαλλοθρεμμένος Κ. Καραμανλής, ούτε οι αμερικανοθρεμμένοι
Α. και Γ. Παπανδρέου, ούτε οι γερμανοθρεμμένοι Μητσοτάκης και Σημίτης, ούτε ο αμερικανοθρεμμένος
Σαμαράς. Ήξεραν όλοι ότι η επιβίωση της Ελλάδας εξαρτιόταν από τις ξένες
δυνάμεις που τους ανέθρεψαν, τους ανέδειξαν και τους στήριξαν. Δεν το
ομολογούσαν όμως, αφενός, και, αφετέρου, έκαναν ότι μπορούσαν για να εξαρτήσουν
τη χώρα τους ακόμα περισσότερο από τους ξένους. Μιλούσαν, βέβαια, ελάχιστα γι’ αυτούς
και την εν λόγω εξάρτησή μας. Γι’ αυτό προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων η δήλωση
του Σημίτη με την οποία «ευχαριστούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.»
Ο ελληνικός λαός,
ανώριμος, μέχρι τώρα, θεωρούσε ότι μπορεί είτε να δημιουργεί είτε να βυσσοδομεί
στο σώμα της χώρας του χωρίς να αποδίδει λογαριασμό σ’ εκείνους που, μέχρι και
την πτώση της Χούντας, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μας υπενθυμίζουν ότι ο
ξένος δάκτυλος είναι παρών. Αυτό, ευτυχώς, θα αλλάξει. Όπως το παιδί που
νομίζει ότι είναι ελεύθερο και το αγαπούν, καταλαβαίνει ότι δεν συμβαίνει ούτε
το ένα ούτε το άλλο, έτσι και εμείς, από το καλοκαίρι ήδη, ξέρουμε ότι η
ελευθερία και η αγάπη κερδίζονται, δεν δωρίζονται. Το έμαθε ο πρωθυπουργός στην
προηγούμενη κυβέρνηση. Μας το διδάσκει κι εμάς τώρα.
Η αλλαγή από την άναρχη
πολιτική κατασπατάλησης των δυνάμεων της χώρας, τη δεκαετία του ’80, στην
πιεστική πολιτική εξοικονόμησης των δυνάμεων αυτών, θα είναι βίαιη. Ο Α.
Τσίπρας, εξαιτίας της πρώτης πολιτικής, είναι αναγκασμένος να εφαρμόσει τη
δεύτερη. Τη βίαιη προσαρμογή, βεβαίως, θα την υποστούν εκείνοι που υπέστησαν
και τη λαίλαπα της κομματικής ασυδοσίας του «μεταρρυθμιστικού» ΠΑ.ΣΟ.Κ.: οι
τωρινοί συνταξιούχοι και τα παιδιά τους. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που, τότε, ως
τίμια εργαζόμενοι, έπρεπε να πληρώσουν κάτω από το τραπέζι τους γιατρούς στα
δημόσια νοσοκομεία για να ενδιαφερθούν για τα παιδιά τους. Είναι αυτά τα παιδιά
που, τώρα, δεν έχουν δουλειά για να πληρώσουν ασφαλιστικές εισφορές, οι οποίες
θα καταβληθούν ως συντάξεις στους γονείς τους.
Ο Α. Παπανδρέου, για να κερδίσει τις εκλογές
του ’81, σκιαμαχούσε σκόπιμα με τη σκιά της δεξιάς που είχε απομείνει στη
μεταπολίτευση, και ήταν παροπλισμένη. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. αποκάλυψε το πραγματικό,
καθεστωτικό του πρόσωπο, πιο δεξιό από την ίδια τη δεξιά, επί Προεδρίας του Ε.
Βενιζέλου. Ο Γ. Παπανδρέου, που ήταν το αντίπαλο δέος του πατρικού σκληρού
πυρήνα ενός κόμματος που έγινε τυφώνας για την Ελλάδα, γι’ αυτό έφυγε νωρίς.
Κληρονόμησε εμμέσως, μέσω Σημίτη, την πρωθυπουργία, αλλά ποτέ το κόμμα.
Τώρα το πολιτικό τοπίο
στην Ελλάδα είναι καθαρό. Οι ξένοι δεν ξεχνούν τα δάνεια που έδωσαν στον Α.
Παπανδρέου, με αντάλλαγμα να βοηθήσει στην αποδιοργάνωση της πρωτογενούς
παραγωγής στην Ελλάδα και να διατηρηθεί, φυσικά, στην εξουσία. Έκτοτε η Ελλάδα
μπήκε στον ευρωπαϊκό αναπνευστήρα, τον οποίο ο Α. Τσίπρας αποφάσισε να κρατήσει
στο πρόσωπο της χώρας. Απ’ ό,τι θυμάμαι, σε κατάσταση αναισθησίας δεν βλέπεις
όνειρα. Ξέρεις, όμως, πριν κοιμηθείς, ότι μπορεί να μην ξυπνήσεις.
Ξυπνάμε σιγά – σιγά,
ωστόσο. Ήλθε ο καιρός, ευτυχώς, που ο ίδιος ο ελληνικός λαός θα μάθει «από τους
καλύτερους», από τους ξένους «προστάτες» του. Τώρα πια η Ελλάδα θα αλλάξει. Οι
ίδιοι, εμείς, ξέρουμε πώς γίναμε αυτό που δεν μπορούμε πια, κι ούτε πρέπει να
θέλουμε να είμαστε. Οι ξένοι προστάτες, ανέκαθεν, περνούσαν «βασιλικά» στην
Ελλάδα, επειδή ο ελληνικός λαός δεν ήξερε ποιοι ήταν. Τώρα δεν μπορεί να μην
ξέρει. Τώρα θα μπουν τα θεμέλια της μεταπολίτευσης, αφού οι ξενόφερτοι
βασιλιάδες δεν είχαν εγκαταλείψει ποτέ την Ελλάδα. Τώρα, τουλάχιστον, τους
βλέπουμε, και μάλιστα γυμνούς…